Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ- ΓΕΝΕΣΗΣ - 01 εως 24 Σπύρου Φίλου κείμενα

ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ- ΓΕΝΕΣΗΣ
 από το: (Εν αρχή ην ο Λόγος  ΚΕΙΜΕΝΑ Του Σπύρου Φίλου
ΓΕΝΕΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 01
Γένεσης 1
1. ΣΤΗΝ αρχή δημιούργησε ο Θεός τον ουρανό και τη γη.
2. Και η γη ήταν άμορφη και έρημη· και σκοτάδι υπήρχε επάνω στο πρόσωπο της αβύσσου. Και Πνεύμα Θεού φερόταν επάνω στην επιφάνεια των νερών.
3. Και είπε ο Θεός: Ας γίνει φως· και έγινε φως·
4. και είδε ο Θεός το φως ότι ήταν καλό· και διαχώρισε ο Θεός το φως από το σκοτάδι·
5. και ονόμασε ο Θεός το φως Ημέρα· και το σκοτάδι το ονόμασε Νύχτα. Και έγινε εσπέρα, και έγινε πρωί, ημέρα πρώτη.
6. Και είπε ο Θεός: Ας γίνει στερέωμα ανάμεσα στα νερά, και ας διαχωρίζει τα νερά από τα νερά.
7. Και δημιούργησε ο Θεός το στερέωμα, και διαχώρισε τα νερά που ήσαν κάτω από το στερέωμα από τα νερά που ήσαν επάνω από το στερέωμα. Και έγινε έτσι.
8. Και ονόμασε ο Θεός το στερέωμα ουρανό. Και έγινε εσπέρα, και έγινε πρωί, ημέρα δεύτερη.
9. Και είπε ο Θεός: Ας μαζευτούν τα νερά που είναι κάτω από τον ουρανό σε έναν τόπο, και ας φανεί η ξηρά. Και έγινε έτσι.
10. Και ονόμασε ο Θεός την ξηρά Γη· και τη συγκέντρωση των νερών ονόμασε Θάλασσες· και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό.
11. Και είπε ο Θεός: Ας βλαστήσει η γη χλωρό χορτάρι, που κάνει σπόρο, και καρποφόρο δέντρο που κάνει καρπό σύμφωνα με το είδος του, του οποίου το σπέρμα να είναι μέσα του επάνω στη γη. Και έγινε έτσι.
12. Και η γη βλάστησε χλωρό χορτάρι, χορτάρι που κάνει σπόρο σύμφωνα με το είδος του, και δέντρο καρποφόρο, του οποίου το σπέρμα είναι μέσα του, σύμφωνα με το είδος του· και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό.
13. Και έγινε εσπέρα, και έγινε πρωί, ημέρα τρίτη.
14. Και είπε ο Θεός: Ας γίνουν φωστήρες στο στερέωμα του ουρανού, για να διαχωρίζουν την ημέρα από τη νύχτα· κι ας είναι για σημεία, και καιρούς, και ημέρες, και χρόνους·
15. και ας είναι για φωστήρες στο στερέωμα του ουρανού, για να φέγγουν επάνω στη γη. Και έγινε έτσι.
16. Και έκανε ο Θεός τούς δύο φωστήρες τους μεγάλους, τον φωστήρα τον μεγάλο για να εξουσιάζει επάνω στην ημέρα, και τον φωστήρα τον μικρότερο για να εξουσιάζει επάνω στη νύχτα· και τα αστέρια·
17. και τα έβαλε ο Θεός στο στερέωμα του ουρανού, για να φέγγουν επάνω στη γη,
18. και να εξουσιάζουν επάνω στην ημέρα, και επάνω στη νύχτα, και να διαχωρίζουν το φως από το σκοτάδι. Και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό.
19. Και έγινε εσπέρα, και έγινε πρωί, ημέρα τέταρτη.
20. Και είπε ο Θεός: Ας γεννήσουν τα νερά θαλάσσια ζώα σε αφθονία και πουλιά που πετούν επάνω από τη γη προς το στερέωμα του ουρανού.
21. Και δημιούργησε ο Θεός τα μεγάλα κήτη, και κάθε έμψυχο που κινείται, τα οποία γέννησαν με αφθονία τα νερά σύμφωνα με το είδος τους, και κάθε πουλί φτερωτό σύμφωνα με το είδος του. Και ο Θεός είδε ότι ήταν καλό.
22. Και ο Θεός τα ευλόγησε, λέγοντας: Αυξάνεστε και πληθύνεστε, και γεμίστε τα νερά μέσα στις θάλασσες· και τα πουλιά ας πληθύνονται επάνω στη γη.
23. Και έγινε εσπέρα, και έγινε πρωί, ημέρα πέμπτη.
24. Και είπε ο Θεός: Ας γεννήσει η γη έμψυχα ζώα σύμφωνα με το είδος τους, κτήνη, και ερπετά και ζώα της γης σύμφωνα με το είδος τους. Και έγινε έτσι.
25. Και έκανε ο Θεός τα ζώα της γης σύμφωνα με το είδος τους, και τα κτήνη σύμφωνα με το είδος τους, και κάθε ερπετό της γης σύμφωνα με το είδος του. Και είδε ο Θεός ότι ήταν καλό.
26. Και είπε ο Θεός: Ας κάνουμε άνθρωπο σύμφωνα με τη δική μας εικόνα, σύμφωνα με τη δική μας ομοίωση· και ας εξουσιάζει επάνω στα ψάρια τής θάλασσας, κι επάνω στα πουλιά τού ουρανού, κι επάνω στα κτήνη, κι επάνω σε ολόκληρη τη γη, κι επάνω σε κάθε ερπετό, που σέρνεται επάνω στη γη.
27. Και ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο σύμφωνα με τη δική του εικόνα· σύμφωνα με την εικόνα τού Θεού τον δημιούργησε· αρσενικό και θηλυκό τούς δημιούργησε·
28. και τους ευλόγησε ο Θεός· και είπε σ' αυτούς ο Θεός: Αυξάνεστε και πληθύνεστε και γεμίστε τη γη, και κυριεύστε την, και εξουσιάζετε επάνω στα ψάρια τής θάλασσας, κι επάνω στα πουλιά τού ουρανού κι επάνω σε κάθε ζώο που κινείται επάνω στη γη.
29. Και είπε ο Θεός: Δέστε, σας έδωσα κάθε χορτάρι που κάνει σπόρο, που είναι επάνω στο πρόσωπο ολόκληρης της γης, και κάθε δέντρο, που έχει μέσα του καρπό, δέντρο που κάνει σπόρο· αυτά θα είναι σε σας για τροφή·
30. και σε όλα τα ζώα τής γης, και σε όλα τα πουλιά τού ουρανού, και σε κάθε ερπετό που σέρνεται επάνω στη γη, και έχει μέσα του ψυχή που ζει, έδωσα κάθε χλωρό χορτάρι για τροφή. Και έγινε έτσι.
31. Και είδε ο Θεός όλα όσα δημιούργησε· και να, ήσαν πολύ καλά. Και έγινε εσπέρα, και έγινε πρωί, ημέρα έκτη.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΓΕΝΕΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 02
Γένεσης 2
1. Και συντελέστηκαν ο ουρανός και η γη, και ολόκληρη η στρατιά τους.
2. Και ο Θεός είχε συντελεσμένα κατά την έβδομη ημέρα τα έργα του, που έκανε· και αναπαύθηκε την έβδομη ημέρα από όλα τα έργα του, που έκανε.
3. Και ο Θεός ευλόγησε την έβδομη ημέρα, και την αγίασε· επειδή, σ' αυτήν αναπαύθηκε από όλα τα έργα του, που έκτισε και έκανε ο Θεός.
4. ΑΥΤΗ είναι η γένεση του ουρανού και της γης, όταν αυτά κτίστηκαν, κατά την ημέρα που Κύριος ο Θεός δημιούργησε τη γη και τον ουρανό,
5. και όλα τα φυτά τού χωραφιού, πριν γίνουν επάνω στη γη, και κάθε χορτάρι τού χωραφιού, πριν βλαστήσει· επειδή, ο Κύριος ο Θεός δεν είχε βρέξει επάνω στη γη, και άνθρωπος δεν υπήρχε για να εργάζεται τη γη·
6. και ανέβαινε ατμός από τη γη, και πότιζε ολόκληρο το πρόσωπο της γης.
7. Και ο Κύριος ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο από χώμα τής γης· και εμφύσησε στους μυκτήρες του πνοή ζωής, και έγινε ο άνθρωπος σε ψυχή που ζει.
8. Και ο Κύριος ο Θεός φύτεψε έναν παράδεισο στην Εδέμ προς τα Ανατολικά, και έβαλε εκεί τον άνθρωπο, που έπλασε.
9. Και ο Κύριος ο Θεός έκανε να βλαστήσει από τη γη κάθε δέντρο ωραίο στην όραση, και καλό στη γεύση· και το δέντρο τής ζωής στο μέσον του παραδείσου, και το δέντρο τής γνώσης τού καλού και του κακού.
10. Και έβγαινε ένας ποταμός από την Εδέμ για να ποτίζει τον παράδεισο, και από εκεί διαχωριζόταν σε τέσσερις κλάδους.
11. Το όνομα του ενός είναι Φισών· αυτός είναι που περικυκλώνει ολόκληρη τη γη Αβιλά· όπου βρίσκεται το χρυσάφι,
12. και το χρυσάφι εκείνης της γης είναι καλό· εκεί βρίσκεται το βδέλλιο, και η πέτρα ονυχίτης.
13. Και το όνομα του δεύτερου ποταμού είναι Γιών· αυτός είναι που περικυκλώνει ολόκληρη τη γη Χους.
14. Και το όνομα του τρίτου ποταμού είναι Τίγρης· αυτός είναι που ρέει προς τα Ανατολικά τής Ασσυρίας. Και ο τέταρτος ποταμός, αυτός είναι ο Ευφράτης.
15. Και ο Κύριος ο Θεός πήρε τον άνθρωπο, και τον έβαλε στον παράδεισο της Εδέμ για να τον εργάζεται, και να τον φυλάττει.
16. Και ο Κύριος ο Θεός έδωσε προσταγή στον Αδάμ, λέγοντας: Από κάθε δέντρο του παραδείσου θα τρως ελεύθερα,
17. από το δέντρο τής γνώσης τού καλού και του κακού, όμως, δεν θα φας απ' αυτό· επειδή, την ίδια ημέρα που θα φας απ' αυτό, θα πεθάνεις οπωσδήποτε.
18. Και ο Κύριος ο Θεός είπε: Δεν είναι καλό ο άνθρωπος να είναι μόνος· θα κάνω σ' αυτόν βοηθόν όμοιον μ' αυτόν.
19. Και ο Κύριος ο Θεός έπλασε από τη γη όλα τα ζώα τού αγρού, και όλα τα πουλιά τού ουρανού, και τα έφερε προς τον Αδάμ, για να δει πώς θα τα ονομάσει· και ό,τι όνομα θα έδινε ο Αδάμ σε κάθε έμψυχο, αυτό και να είναι το όνομά του.
20. Και ο Αδάμ έδωσε ονόματα σε όλα τα κτήνη, και σε όλα τα πουλιά τού ουρανού και σε όλα τα ζώα τού χωραφιού· στον Αδάμ, όμως, δεν βρισκόταν βοηθός όμοιος μ' αυτόν.
21. Και ο Κύριος ο Θεός επέβαλε έκσταση στον Αδάμ, και κοιμήθηκε· και πήρε μία από τις πλευρές του και έκλεισε με σάρκα τον τόπο της.
22. Και κατασκεύασε ο Κύριος ο Θεός την πλευρά, που πήρε από τον Αδάμ, σε γυναίκα, και την έφερε στον Αδάμ.
23. Και ο Αδάμ είπε: Τούτο είναι τώρα κόκαλο από τα κόκαλά μου, και σάρκα από τη σάρκα μου· αυτή θα ονομαστεί Ανδρίδα, επειδή πάρθηκε από τον άνδρα.
24. Γι' αυτό, ο άνθρωπος θα αφήσει τον πατέρα του και τη μητέρα του, και θα προσκολληθεί στη γυναίκα του· και θα είναι οι δύο σε μία σάρκα.
25. Και ήσαν και οι δύο γυμνοί, ο Αδάμ και η γυναίκα του, και δεν ντρέπονταν.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΓΕΝΕΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 03
Γένεσης 3
1. ΤΟ φίδι, μάλιστα, ήταν το φρονιμότερο από όλα τα ζώα τού χωραφιού, που έκανε ο Κύριος ο Θεός· και το φίδι είπε στη γυναίκα: Στ' αλήθεια, είπε ο Θεός: Μη φάτε από κάθε δέντρο τού παραδείσου;
2. Και η γυναίκα είπε στο φίδι: Από τον καρπό των δέντρων τού παραδείσου μπορούμε να φάμε·
3. από τον καρπό, όμως, του δέντρου, που είναι στο μέσον του παραδείσου, ο Θεός είπε: Μη φάτε απ' αυτόν, μήτε να τον αγγίξετε, για να μη πεθάνετε.
4. Και το φίδι είπε στη γυναίκα: Σίγουρα δεν θα πεθάνετε,
5. αλλ' ο Θεός ξέρει ότι την ίδια ημέρα που θα φάτε απ' αυτόν, τα μάτια σας θα ανοιχτούν, και θα είστε σαν θεοί, γνωρίζοντας το καλό και το κακό.
6. Και η γυναίκα είδε ότι το δέντρο ήταν καλό για τροφή, και ότι ήταν αρεστό στα μάτια, και το δέντρο ήταν επιθυμητό στο να δίνει γνώση· και αφού πήρε από τον καρπό του, έφαγε· και έδωσε και στον άνδρα της μαζί της, κι αυτός έφαγε.
7. Κι ανοίχτηκαν τα μάτια και των δύο και γνώρισαν ότι ήσαν γυμνοί· και αφού έραψαν φύλλα συκιάς, έφτιαξαν για τον εαυτό τους περιζώματα.
8. Και άκουσαν τη φωνή τού Κυρίου τού Θεού, να περπατάει στον παράδεισο προς το δειλινό· και ο Αδάμ και η γυναίκα του κρύφτηκαν από το πρόσωπο του Κυρίου τού Θεού, ανάμεσα στα δέντρα τού παραδείσου.
9. Και ο Κύριος ο Θεός κάλεσε τον Αδάμ, και του είπε: Πού είσαι;
10. Κι εκείνος είπε: Άκουσα τη φωνή σου στον παράδεισο, και φοβήθηκα, επειδή είμαι γυμνός· και κρύφτηκα.
11. Και ο Θεός τού είπε: Ποιος σου φανέρωσε ότι είσαι γυμνός; Μήπως έφαγες από το δέντρο, από το οποίο σε πρόσταξα να μη φας;
12. Και ο Αδάμ είπε: Η γυναίκα που μου έδωσες για να είναι μαζί μου, αυτή μου έδωσε από το δέντρο και έφαγα.
13. Και ο Κύριος ο Θεός είπε στη γυναίκα: Τι είναι τούτο που έκανες; Και η γυναίκα είπε: Το φίδι με εξαπάτησε, και έφαγα.
14. Και ο Κύριος ο Θεός είπε στο φίδι: Επειδή έκανες τούτο, επικατάρατο να είσαι ανάμεσα σε όλα τα κτήνη, και όλα τα ζώα τού χωραφιού· επάνω στην κοιλιά σου θα περπατάς, και θα τρως χώμα, όλες τις ημέρες τής ζωής σου·
15. και θα στήσω έχθρα ανάμεσα σε σένα και στη γυναίκα, κι ανάμεσα στο σπέρμα σου και στο σπέρμα της· αυτό θα σου συντρίψει το κεφάλι, κι εσύ θα του λογχίσεις τη φτέρνα του.
16. Και στη γυναίκα είπε: Θα υπερπληθύνω τις λύπες σου και τους πόνους της κυοφορίας σου· με λύπες θα γεννάς παιδιά· και στον άνδρα σου θα είναι η επιθυμία σου, κι αυτός θα σε εξουσιάζει.
17. Και στον Αδάμ είπε: Επειδή υπάκουσες στον λόγο τής γυναίκας σου, και έφαγες από το δέντρο, από το οποίο σε είχα προστάξει λέγοντας: Μη φας απ' αυτό, καταραμένη να είναι η γη εξαιτίας σου· με λύπες θα τρως τους καρπούς της όλες τις ημέρες τής ζωής σου·
18. αγκάθια δε και τριβόλια θα βλαστάνει σε σένα· και θα τρως το χορτάρι τού χωραφιού·
19. με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως το ψωμί σου, μέχρις ότου επιστρέψεις στη γη, από την οποία πάρθηκες· επειδή, γη είσαι και σε γη θα επιστρέψεις.
20. Και ο Αδάμ αποκάλεσε το όνομα της γυναίκας του Εύα· επειδή, αυτή ήταν η μητέρα όλων των ζωντανών ανθρώπων.
21. Και ο Κύριος ο Θεός έκανε στον Αδάμ και στη γυναίκα του δερμάτινους χιτώνες, και τους έντυσε.
22. Και ο Κύριος ο Θεός είπε: Δέστε, ο Αδάμ έγινε σαν ένας από μας, στο να γνωρίζει το καλό και το κακό· και τώρα μήπως απλώσει το χέρι του και πάρει από το δέντρο τής ζωής και φάει, και ζήσει αιώνια·
23. γι' αυτό, ο Κύριος ο Θεός τον έβγαλε έξω από τον παράδεισο της Εδέμ, για να εργάζεται τη γη από την οποία πάρθηκε.
24. Και έδιωξε τον Αδάμ· και στα ανατολικά τού παραδείσου της Εδέμ έβαλε τα Χερουβείμ, και τη ρομφαία τη φλόγινη, την περιστρεφόμενη, για να φυλάττουν τον δρόμο τού δέντρου τής ζωής.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 04
Γένεσης 4
1. ΚΑΙ ο Αδάμ γνώρισε τη γυναίκα του Εύα· κι εκείνη συνέλαβε, και γέννησε τον Κάιν· και είπε: Απέκτησα άνθρωπον με τη βοήθεια του Κυρίου.
2. Κι επιπλέον γέννησε τον αδελφό του τον Άβελ. Και ο Άβελ ήταν βοσκός προβάτων, ενώ ο Κάιν ήταν γεωργός.
3. Και ύστερα από ημέρες ο Κάιν πρόσφερε από τους καρπούς της γης προσφορά στον Κύριο.
4. Και ο Άβελ πρόσφερε κι αυτός από τα πρωτότοκα των προβάτων του, και από το πάχος τους. Και ο Κύριος κοίταξε με ευμένεια επάνω στον Άβελ, κι επάνω στην προσφορά του·
5. επάνω στον Κάιν, όμως, κι επάνω στην προσφορά του δεν κοίταξε. Και ο Κάιν αγανάκτησε πάρα πολύ, και κατσούφιασε το πρόσωπό του.
6. Και ο Κύριος είπε στον Κάιν: Γιατί αγανάκτησες; Και γιατί κατσούφιασε το πρόσωπό σου;
7. Αν εσύ ενεργείς σωστά, δεν θα είσαι ευπρόσδεκτος; Αν, όμως, δεν ενεργείς σωστά, στην πόρτα βρίσκεται η αμαρτία. Αλλά, σε σένα θα είναι η επιθυμία του, κι εσύ θα εξουσιάζεις επάνω του.
8. Και ο Κάιν είπε στον Άβελ τον αδελφό του: Πάμε στην πεδιάδα· κι ενώ ήσαν στην πεδιάδα, αφού ο Κάιν σηκώθηκε ενάντια στον αδελφό του, τον φόνευσε.
9. Και ο Κύριος είπε στον Κάιν: Πού είναι ο Άβελ, ο αδελφός σου; Κι εκείνος είπε: Δεν ξέρω· μήπως φύλακας του αδελφού μου είμαι εγώ;
10. Και ο Θεός είπε: Τι έκανες; Η φωνή του αίματος του αδελφού σου βοά σε μένα από τη γη·
11. και, τώρα, επικατάρατος να είσαι από τη γη, που άνοιξε το στόμα της για να δεχθεί το αίμα του αδελφού σου από το χέρι σου·
12. όταν εργάζεσαι τη γη, στο εξής δεν θα σου δίνει τον καρπό της· περιφερόμενος και φυγάδας θα είσαι επάνω στη γη.
13. Και ο Κάιν είπε στον Κύριο: Η αμαρτία μου είναι μεγαλύτερη από ό,τι να συγχωρεθεί·
14. δες, εσύ με καταδιώκεις σήμερα από το πρόσωπο της γης, και από το πρόσωπό σου θα κρυφτώ, και θα είμαι περιφερόμενος και φυγάδας επάνω στη γη· και οποιοσδήποτε με βρει, θα με φονεύσει.
15. Και ο Κύριος είπε σ' αυτόν: Γι' αυτό, οποιοσδήποτε φονεύσει τον Κάιν θα τιμωρηθεί επταπλάσια. Και ο Κύριος έβαλε ένα σημάδι στον Κάιν, για να μη τον φονεύσει οποιοσδήποτε τον βρει.
16. Και ο Κάιν βγήκε έξω από το πρόσωπο του Κυρίου, και κατοίκησε στη γη Νωδ, προς τα ανατολικά της Εδέμ.
17. Και ο Κάιν γνώρισε τη γυναίκα του, κι εκείνη συνέλαβε, και γέννησε τον Ενώχ· έκτιζε μάλιστα μια πόλη, και αποκάλεσε το όνομα της πόλης σύμφωνα με το όνομα του γιου του, Ενώχ.
18. Και στον Ενώχ γεννήθηκε ο Ιράδ· και ο Ιράδ γέννησε τον Μεχουϊαήλ· και ο Μεχουϊαήλ γέννησε τον Μεθουσαήλ· και ο Μεθουσαήλ γέννησε τον Λάμεχ.
19. Και ο Λάμεχ πήρε για τον εαυτό του δύο γυναίκες· το όνομα της μιας ήταν Αδά, και το όνομα της άλλης, Συλά.
20. Και η Αδά γέννησε τον Ιαβάλ· αυτός ήταν ο πατέρας εκείνων που κατοικούσαν σε σκηνές και έτρεφαν κτήνη.
21. Και το όνομα του αδελφού του ήταν Ιουβάλ· αυτός ήταν πατέρας όλων εκείνων που έπαιζαν κιθάρα και αυλό.
22. Η Συλά δε κι αυτή γέννησε τον Θουβάλ-Κάιν· που ήταν τεχνίτης χαλκού, κάθε εργαλείου από χαλκό και σίδερο· και αδελφή τού Θουβάλ-Καιν ήταν η Νααμά.
23. Και ο Λάμεχ είπε στις γυναίκες του: Αδά και Συλά, ακούστε τη φωνή μου· γυναίκες τού Λάμεχ, ακροαστείτε τα λόγια μου· επειδή, σε πληγή μου σκότωσα έναν άνδρα· και σε μάστιγά μου έναν νέο άνθρωπο.
24. Επειδή, ο μεν Κάιν θα λάβει επταπλάσια εκδίκηση· ο Λάμεχ, όμως, 70 φορές επτά.
25. Και ο Αδάμ γνώρισε ξανά τη γυναίκα του, και γέννησε γιο, και αποκάλεσε το όνομά του Σηθ, λέγοντας ότι ο Θεός μού έδωσε ένα άλλο σπέρμα αντί του Άβελ, τον οποίο φόνευσε ο Κάιν.
26. Και στον Σηθ, παρόμοια, γεννήθηκε γιος· και αποκάλεσε το όνομά του Ενώς. Τότε έγινε αρχή να ονομάζονται με το όνομα του Κυρίου.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 05
Γένεσης 5
1. ΤΟΥΤΟ είναι το βιβλίο τής γενεαλογίας του ανθρώπου. Την ημέρα που ο Θεός δημιούργησε τον Αδάμ, τον δημιούργησε σύμφωνα με την εικόνα τού Θεού.
2. Αρσενικό και θηλυκό τούς δημιούργησε· και τους ευλόγησε και αποκάλεσε το όνομά τους Αδάμ, την ημέρα που τους δημιούργησε.
3. Και ο Αδάμ έζησε 130 χρόνια, και γέννησε γιο, σύμφωνα με την ομοίωσή του, σύμφωνα με την εικόνα του, και αποκάλεσε το όνομά του Σηθ·
4. και οι ημέρες τού Αδάμ, αφού γέννησε τον Σηθ, έγιναν 800 χρόνια· και γέννησε γιους και θυγατέρες·
5. και όλες οι ημέρες του Αδάμ, που έζησε, έγιναν 930 χρόνια· και πέθανε.
6. Και ο Σηθ έζησε 105 χρόνια, και γέννησε τον Ενώς·
7. και ο Σηθ, αφού γέννησε τον Ενώς, έζησε 807 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες·
8. και όλες οι ημέρες τού Σηθ έγιναν 912 χρόνια· και πέθανε.
9. Και ο Ενώς έζησε 90 χρόνια και γέννησε τον Καϊνάν·
10. και ο Ενώς, αφού γέννησε τον Καϊνάν, έζησε 815 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες·
11. και όλες οι ημέρες τού Ενώς έγιναν 905 χρόνια· και πέθανε.
12. Και ο Καϊνάν έζησε 70 χρόνια, και γέννησε τον Μααλαλεήλ·
13. και ο Καϊνάν, αφού γέννησε τον Μααλαλεήλ, έζησε 840 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες·
14. και όλες οι ημέρες τού Καϊνάν έγιναν 910 χρόνια· και πέθανε.
15. Και ο Μααλαλεήλ έζησε 65 χρόνια, και γέννησε τον Ιάρεδ·
16. και ο Μααλαλεήλ, αφού γέννησε τον Ιάρεδ, έζησε 830 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες·
17. και όλες οι ημέρες τού Μααλαλεήλ έγιναν 895 χρόνια· και πέθανε.
18. Και ο Ιάρεδ έζησε 162 χρόνια, και γέννησε τον Ενώχ·
19. και ο Ιάρεδ, αφού γέννησε τον Ενώχ, έζησε 800 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες·
20. και όλες οι ημέρες τού Ιάρεδ έγιναν 962 χρόνια· και πέθανε.
21. Και ο Ενώχ έζησε 65 χρόνια, και γέννησε τον Μαθουσάλα·
22. και ο Ενώχ περπάτησε μαζί με τον Θεό, αφού γέννησε τον Μαθουσάλα, 300 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες·
23. και όλες οι ημέρες τού Ενώχ έγιναν 365 χρόνια.


24. Και ο Ενώχ περπάτησε μαζί με τον Θεό, και δεν βρισκόταν πλέον· επειδή, τον μετέθεσε ο Θεός.
25. Και ο Μαθουσάλα έζησε 187 χρόνια, και γέννησε τον Λάμεχ·
26. και ο Μαθουσάλα, αφού γέννησε τον Λάμεχ, έζησε 782 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες·
27. και όλες οι ημέρες τού Μαθουσάλα έγιναν 969 χρόνια· και πέθανε.
28. Και ο Λάμεχ έζησε 182 χρόνια, και γέννησε γιο·
29. και αποκάλεσε το όνομά του Νώε, λέγοντας: Αυτός θα μας ανακουφίσει από το έργο μας, και από τον μόχθο των χεριών μας, εξαιτίας της γης, που ο Κύριος καταράστηκε.
30. Και ο Λάμεχ, αφού γέννησε τον Νώε, έζησε 595 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες·
31. και όλες οι ημέρες τού Λάμεχ έγιναν 777 χρόνια· και πέθανε.
32. Και ο Νώε ήταν ηλικίας 500 χρόνων· και ο Νώε γέννησε τον Σημ, τον Χαμ, και τον Ιάφεθ.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΓΕΝΕΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ -06
Γένεσης 6
1. ΚΑΙ όταν οι άνθρωποι άρχισαν να πληθύνονται επάνω στο πρόσωπο της γης, και γεννήθηκαν σ' αυτούς θυγατέρες,
2. βλέποντας οι γιοι τού Θεού τις θυγατέρες των ανθρώπων, ότι ήσαν ωραίες, πήραν για τον εαυτό τους γυναίκες από όλες όσες διάλεξαν.
3. Και ο Κύριος είπε: Δεν θα παραμείνει το πνεύμα μου πάντοτε μαζί με τον άνθρωπο, επειδή είναι σάρκα· οι ημέρες του θα είναι ακόμα 120 χρόνια.
4. Κατά τις ημέρες εκείνες ήσαν οι γίγαντες επάνω στη γη, κι ακόμα, ύστερα, αφού οι γιοι του Θεού είχαν μπει μέσα στις θυγατέρες των ανθρώπων, κι αυτές τεκνοποίησαν σ' αυτούς· εκείνοι ήσαν οι δυνατοί, οι ονομαστοί άνδρες από παλιά.
5. Και ο Κύριος είδε ότι η κακία τού ανθρώπου πληθυνόταν επάνω στη γη, και όλοι οι σκοποί των διαλογισμών της καρδιάς του ήσαν μόνον κακία όλες τις ημέρες.
6. Και ο Κύριος μεταμελήθηκε ότι δημιούργησε τον άνθρωπο επάνω στη γη· και λυπήθηκε στην καρδιά του.
7. Και ο Κύριος είπε: Θα εξαλείψω τον άνθρωπο που δημιούργησα από το πρόσωπο της γης· από άνθρωπον μέχρι κτήνος, μέχρι ερπετό και μέχρι πουλί τού ουρανού· επειδή, μεταμελήθηκα ότι τους δημιούργησα.
8. Ο Νώε, όμως, βρήκε χάρη μπροστά στον Κύριο.
9. Αυτή είναι η γενεαλογία του Νώε. Ο Νώε ήταν δίκαιος άνθρωπος, τέλειος ανάμεσα στους συγχρόνους του· ο Νώε περπάτησε μαζί με τον Θεό.
10. Και ο Νώε γέννησε τρεις γιους, τον Σημ, τον Χαμ, και τον Ιάφεθ.
11. Και η γη διαφθάρηκε μπροστά στον Θεό, και η γη γέμισε ολοκληρωτικά από αδικία.
12. Και ο Θεός είδε τη γη, και να, ήταν διεφθαρμένη· επειδή, κάθε σάρκα είχε διαφθείρει τον δρόμο της επάνω στη γη.
13. Και ο Θεός είπε στον Νώε: Το τέλος κάθε σάρκας ήρθε μπροστά μου, επειδή η γη γέμισε ολοκληρωτικά αδικία απ' αυτούς· και δες, θα εξολοθρεύσω αυτούς και τη γη.
14. Φτιάξε για τον εαυτό σου μια κιβωτό από ξύλα Γόφερ· σε δωμάτια θα φτιάξεις την κιβωτό, και θα την αλείψεις από μέσα κι απέξω με πίσσα.
15. Και θα την κάνεις ως εξής· το μεν μήκος τής κιβωτού θα είναι 300 πήχες· το δε πλάτος της, 50 πήχες· και το ύψος της, 30 πήχες.
16. Θα φτιάξεις μια στέγη στην κιβωτό, και θα την τελειώσεις από επάνω σε μία πήχη· και την πόρτα της κιβωτού θα τη βάλεις από τα πλάγια· θα τη φτιάξεις κατώγεια, διώροφα και τριώροφα·
17. κι εγώ, πρόσεξε, εγώ επιφέρω κατακλυσμό των νερών επάνω στη γη, για να εξολοθρεύσω κάθε σάρκα, που έχει μέσα της πνεύμα ζωής κάτω από τον ουρανό· κάθε τι που βρίσκεται επάνω στη γη, θα πεθάνει.
18. Και θα στήσω τη διαθήκη μου σε σένα· και θα μπεις μέσα στην κιβωτό, εσύ και οι γιοι σου, και η γυναίκα σου, και οι γυναίκες των γιων σου μαζί σου.
19. Και από κάθε ζώο κάθε είδους σάρκας, ανά δύο από όλα, θα βάλεις μέσα στην κιβωτό, για να φυλάξεις τη ζωή τους μαζί σου· αρσενικό και θηλυκό θα είναι.
20. Από τα πουλιά, σύμφωνα με το είδος τους, και από τα κτήνη, σύμφωνα με το είδος τους, από όλα τα ερπετά τής γης, σύμφωνα με το είδος τους, ανά δύο από όλα θα μπουν μέσα μαζί σου, για να φυλάξεις τη ζωή τους.
21. Κι εσύ, πάρε για τον εαυτό σου από κάθε φαγητό, που τρώγεται, και συγκέντρωσέ το κοντά σου· και θα είναι σε σένα, και σ' αυτά, για τροφή.
22. Και ο Νώε έκανε σύμφωνα με όλα όσα τον πρόσταξε ο Θεός· έτσι έκανε.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ - 07
Γένεσης 7
1. ΚΑΙ ο Κύριος είπε στον Νώε: Μπες μέσα στην κιβωτό εσύ, και ολόκληρη η οικογένειά σου· επειδή, σε είδα δίκαιο μπροστά μου σ' αυτή τη γενεά·
2. από όλα τα κτήνη τα καθαρά πάρε μαζί σου ανά επτά, το αρσενικό και το θηλυκό του· και από τα κτήνη τα μη καθαρά ανά δύο, το αρσενικό και το θηλυκό του·
3. και από τα πουλιά τού ουρανού ανά επτά, αρσενικό και θηλυκό· για να διατηρήσεις σπέρμα επάνω στο πρόσωπο ολόκληρης της γης·
4. επειδή, μετά από ακόμα επτά ημέρες εγώ φέρνω βροχή επάνω στη γη 40 ημέρες και 40 νύχτες· και θα εξαλείψω από το πρόσωπο της γης κάθε τι που υπάρχει, το οποίο δημιούργησα.
5. Και ο Νώε έκανε σύμφωνα με όλα όσα πρόσταξε σ' αυτόν ο Κύριος.
6. Και ο Νώε ήταν 600 χρόνων, όταν έγινε ο κατακλυσμός των νερών επάνω στη γη.
7. Και ο Νώε μπήκε μέσα στην κιβωτό, και οι γιοι του, και η γυναίκα του, και οι γυναίκες των γιων του μαζί του, εξαιτίας των νερών του κατακλυσμού.
8. Από τα κτήνη τα καθαρά, και από τα κτήνη τα μη καθαρά, και από τα πουλιά, και από όλα εκείνα που σέρνονται επάνω στη γη,
9. ανά δύο μπήκαν μαζί μέσα προς τον Νώε στην κιβωτό, αρσενικό και θηλυκό, καθώς ο Κύριος πρόσταξε στον Νώε.
10. Και ύστερα από επτά ημέρες, τα νερά τού κατακλυσμού έπεσαν επάνω στη γη.
11. Τον 600ό χρόνο τής ζωής τού Νώε, τον δεύτερο μήνα, τη 17η ημέρα τού μήνα, αυτή την ίδια ημέρα σχίστηκαν όλες οι πηγές τής μεγάλης αβύσσου, και οι καταρράκτες των ουρανών ανοίχτηκαν.
12. Και έγινε ραγδαία βροχή επάνω στη γη για 40 ημέρες και 40 νύχτες.
13. Και κατά την ίδια εκείνη ημέρα μπήκε μέσα στην κιβωτό ο Νώε, και οι γιοι τού Νώε, ο Σημ, και ο Χαμ, και ο Ιάφεθ, και η γυναίκα τού Νώε, και οι τρεις γυναίκες των γιων του μαζί τους·
14. αυτοί, και όλα τα ζώα σύμφωνα με το είδος τους, και όλα τα κτήνη σύμφωνα με το είδος τους, και όλα τα ερπετά που σέρνονται επάνω στη γη σύμφωνα με το είδος τους, και όλα τα πουλιά σύμφωνα με το είδος τους, και κάθε φτερωτό από κάθε είδος.
15. Και μπήκαν μέσα στην κιβωτό προς τον Νώε, ανά δύο από κάθε σάρκα που έχει πνεύμα ζωής.
16. Και εκείνα που έμπαιναν μέσα, μπήκαν μέσα αρσενικό και θηλυκό από κάθε σάρκα, καθώς τον πρόσταξε ο Θεός, και ο Κύριος έκλεισε την κιβωτό από επάνω του.
17. Και ο κατακλυσμός έγινε για 40 ημέρες επάνω στη γη· και τα νερά πλήθυναν, και σήκωσαν την κιβωτό, και σηκώθηκε ψηλά από τη γη.
18. Και δυνάμωναν τα νερά, και πληθύνονταν υπερβολικά επάνω στη γη· και η κιβωτός φερόταν επάνω στην επιφάνεια των νερών.
19. Και τα νερά αποδυνάμωναν σε υπερβολικό βαθμό επάνω στη γη· και σκεπάστηκαν όλα τα ψηλά βουνά, που είναι κάτω από ολόκληρο τον ουρανό.
20. 15 πήχες πιο ψηλά υψώθηκαν τα νερά, και σκεπάστηκαν τα βουνά.
21. Και πέθανε κάθε κινούμενη σάρκα επάνω στη γη, από τα πουλιά, και από τα κτήνη, και από τα ζώα, και από όλα τα ερπετά που σέρνονται επάνω στη γη, και κάθε άνθρωπος.
22. Από όλα τα όντα επάνω στην ξηρά, όλα όσα είχαν πνοή ζωής στους μυκτήρες τους, πέθαναν.
23. Και εξαλείφθηκε κάθε τι που υπήρχε επάνω στο πρόσωπο της γης, από άνθρωπο μέχρι κτήνος, μέχρι ερπετό, και μέχρι πουλί τού ουρανού, και εξαλείφθηκαν από τη γη· έμενε δε μόνον ο Νώε, και όσα ήσαν μαζί του μέσα στην κιβωτό.
24. Και δυνάμωναν τα νερά επάνω στη γη για 150 ημέρες.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΓΕΝΕΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 08
Γένεσης 7
1. ΚΑΙ ο Κύριος είπε στον Νώε: Μπες μέσα στην κιβωτό εσύ, και ολόκληρη η οικογένειά σου· επειδή, σε είδα δίκαιο μπροστά μου σ' αυτή τη γενεά·
2. από όλα τα κτήνη τα καθαρά πάρε μαζί σου ανά επτά, το αρσενικό και το θηλυκό του· και από τα κτήνη τα μη καθαρά ανά δύο, το αρσενικό και το θηλυκό του·
3. και από τα πουλιά τού ουρανού ανά επτά, αρσενικό και θηλυκό· για να διατηρήσεις σπέρμα επάνω στο πρόσωπο ολόκληρης της γης·
4. επειδή, μετά από ακόμα επτά ημέρες εγώ φέρνω βροχή επάνω στη γη 40 ημέρες και 40 νύχτες· και θα εξαλείψω από το πρόσωπο της γης κάθε τι που υπάρχει, το οποίο δημιούργησα.
5. Και ο Νώε έκανε σύμφωνα με όλα όσα πρόσταξε σ' αυτόν ο Κύριος.
6. Και ο Νώε ήταν 600 χρόνων, όταν έγινε ο κατακλυσμός των νερών επάνω στη γη.
7. Και ο Νώε μπήκε μέσα στην κιβωτό, και οι γιοι του, και η γυναίκα του, και οι γυναίκες των γιων του μαζί του, εξαιτίας των νερών του κατακλυσμού.
8. Από τα κτήνη τα καθαρά, και από τα κτήνη τα μη καθαρά, και από τα πουλιά, και από όλα εκείνα που σέρνονται επάνω στη γη,
9. ανά δύο μπήκαν μαζί μέσα προς τον Νώε στην κιβωτό, αρσενικό και θηλυκό, καθώς ο Κύριος πρόσταξε στον Νώε.
10. Και ύστερα από επτά ημέρες, τα νερά τού κατακλυσμού έπεσαν επάνω στη γη.
11. Τον 600ό χρόνο τής ζωής τού Νώε, τον δεύτερο μήνα, τη 17η ημέρα τού μήνα,

αυτή την ίδια ημέρα σχίστηκαν όλες οι πηγές τής μεγάλης αβύσσου, και οι καταρράκτες των ουρανών ανοίχτηκαν.
12. Και έγινε ραγδαία βροχή επάνω στη γη για 40 ημέρες και 40 νύχτες.
13. Και κατά την ίδια εκείνη ημέρα μπήκε μέσα στην κιβωτό ο Νώε, και οι γιοι τού Νώε, ο Σημ, και ο Χαμ, και ο Ιάφεθ, και η γυναίκα τού Νώε, και οι τρεις γυναίκες των γιων του μαζί τους·
14. αυτοί, και όλα τα ζώα σύμφωνα με το είδος τους, και όλα τα κτήνη σύμφωνα με το είδος τους, και όλα τα ερπετά που σέρνονται επάνω στη γη σύμφωνα με το είδος τους, και όλα τα πουλιά σύμφωνα με το είδος τους, και κάθε φτερωτό από κάθε είδος.
15. Και μπήκαν μέσα στην κιβωτό προς τον Νώε, ανά δύο από κάθε σάρκα που έχει πνεύμα ζωής.
16. Και εκείνα που έμπαιναν μέσα, μπήκαν μέσα αρσενικό και θηλυκό από κάθε σάρκα, καθώς τον πρόσταξε ο Θεός, και ο Κύριος έκλεισε την κιβωτό από επάνω του.
17. Και ο κατακλυσμός έγινε για 40 ημέρες επάνω στη γη· και τα νερά πλήθυναν, και σήκωσαν την κιβωτό, και σηκώθηκε ψηλά από τη γη.
18. Και δυνάμωναν τα νερά, και πληθύνονταν υπερβολικά επάνω στη γη· και η κιβωτός φερόταν επάνω στην επιφάνεια των νερών.
19. Και τα νερά υπερδυνάμωναν σε υπερβολικό βαθμό επάνω στη γη· και σκεπάστηκαν όλα τα ψηλά βουνά, που είναι κάτω από ολόκληρο τον ουρανό.
20. 15 πήχες πιο ψηλά υψώθηκαν τα νερά, και σκεπάστηκαν τα βουνά.
21. Και πέθανε κάθε κινούμενη σάρκα επάνω στη γη, από τα πουλιά, και από τα κτήνη, και από τα ζώα, και από όλα τα ερπετά που σέρνονται επάνω στη γη, και κάθε άνθρωπος.
22. Από όλα τα όντα επάνω στην ξηρά, όλα όσα είχαν πνοή ζωής στους μυκτήρες τους, πέθαναν.
23. Και εξαλείφθηκε κάθε τι που υπήρχε επάνω στο πρόσωπο της γης, από άνθρωπο μέχρι κτήνος, μέχρι ερπετό, και μέχρι πουλί τού ουρανού, και εξαλείφθηκαν από τη γη· έμενε δε μόνον ο Νώε, και όσα ήσαν μαζί του μέσα στην κιβωτό.
24. Και δυνάμωναν τα νερά επάνω στη γη για 150 ημέρες.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΓΕΝΕΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ - 08
Γένεσης 8
1. ΚΑΙ ο Θεός θυμήθηκε τον Νώε, και όλα τα ζώα, και όλα τα κτήνη, που ήσαν μαζί του μέσα στην κιβωτό· και ο Θεός έστειλε άνεμο επάνω στη γη, και στάθηκαν τα νερά.
2. Και κλείστηκαν οι πηγές τής αβύσσου, και οι καταρράκτες τού ουρανού· και κρατήθηκε η ραγδαία βροχή από τους ουρανούς.
3. Και αποσύρονταν τα νερά από τη γη συνεχώς· και λιγόστευαν τα νερά ύστερα από τις 150 ημέρες.
4. Και η κιβωτός κάθισε τη 17η ημέρα τού έβδομου μήνα επάνω στα βουνά Αραράτ.
5. Και τα νερά λιγόστευαν συνεχώς μέχρι τον δέκατο μήνα· την πρώτη ημέρα τού δέκατου μήνα φάνηκαν οι κορυφές των βουνών.
6. Και μετά 40 ημέρες ο Νώε άνοιξε τη θυρίδα τής κιβωτού, που είχε κάνει·
7. και έστειλε τον κόρακα, ο οποίος βγαίνοντας πήγαινε κι ερχόταν, μέχρις ότου ξεράθηκαν τα νερά από τη γη.
8. Και έστειλε το περιστέρι έπειτα απ' αυτόν, για να δει αν σταμάτησαν τα νερά από το πρόσωπο της γης·
9. και το περιστέρι μη βρίσκοντας ανάπαυση στα πόδια του, ξαναγύρισε σ' αυτόν στην κιβωτό, επειδή τα νερά ήσαν επάνω στο πρόσωπο ολόκληρης της γης. Κι απλώνοντας το χέρι του, το έπιασε και το έφερε μέσα στην κιβωτό κοντά του.
10. Και περίμενε ακόμα άλλες επτά ημέρες, και έστειλε ξανά το περιστέρι από την κιβωτό·
11. και το περιστέρι ξαναγύρισε σ' αυτόν προς το δειλινό, και να, στο στόμα του υπήρχε ένα φύλλο ελιάς, αποκομμένο· και ο Νώε γνώρισε ότι τα νερά σταμάτησαν από τη γη.
12. Και περίμενε ακόμα άλλες επτά ημέρες, και έστειλε το περιστέρι· και δεν ξαναγύρισε πλέον σ' αυτόν.
13. Και στον 601ο χρόνο τού Νώε, την πρώτη ημέρα τού πρώτου μήνα, εξέλιπαν τα νερά από τη γη· και ο Νώε σήκωσε τη στέγη τής κιβωτού, και είδε, και να, εξέλιπε το νερό από το πρόσωπο της γης.
14. Και την 27η ημέρα του δεύτερου μήνα η γη στέγνωσε.
15. Και ο Θεός μίλησε στον Νώε, λέγοντας:
16. Βγες έξω από την κιβωτό, εσύ, και η γυναίκα σου, και οι γιοι σου, και οι γυναίκες των γιων σου μαζί σου·
17. όλα τα ζώα που είναι μαζί σου, από κάθε σάρκα, και τα πουλιά και τα κτήνη, και κάθε ερπετό που σέρνεται επάνω στη γη, να τα βγάλεις έξω μαζί σου, και ας πολλαπλασιαστούν επάνω στη γη, και ας αυξηθούν, και ας πληθύνουν επάνω στη γη.
18. Και βγήκε έξω ο Νώε, και οι γιοι του, και η γυναίκα του, και οι γυναίκες των γιων του μαζί του·
19. όλα τα ζώα, όλα τα ερπετά, και όλα τα πουλιά, κάθε τι που κινείται επάνω στη γη, σύμφωνα με τα είδη τους, βγήκαν έξω από την κιβωτό.
20. Και ο Νώε έκτισε ένα θυσιαστήριο στον Κύριο· και πήρε από κάθε καθαρό κτήνος, και από κάθε καθαρό πουλί, και πρόσφερε ολοκαυτώματα επάνω στο θυσιαστήριο.
21. Και ο Κύριος οσφράνθηκε οσμή ευωδίας· και ο Κύριος είπε στην καρδιά του: Δεν θα καταραστώ στο εξής τη γη εξαιτίας του ανθρώπου· επειδή, ο λογισμός της καρδιάς τού ανθρώπου είναι κακός από τη νηπιότητά του· ούτε θα πατάξω στο εξής όλα όσα ζουν, καθώς έκανα·
22. όσον καιρό η γη μένει, σπορά και θερισμός, και ψύχος και καύμα, και καλοκαίρι και χειμώνας, και ημέρα και νύχτα, δεν θα παύσουν να υπάρχουν.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΓΕΝΕΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 09
Γένεσης 9
1. ΚΑΙ ο Θεός ευλόγησε τον Νώε, και τους γιους του· και τους είπε: Αυξάνεστε και πληθύνεστε, και γεμίστε τη γη·
2. και ο φόβος σας, και ο τρόμος σας, θα είναι επάνω σε όλα τα ζώα τής γης, κι επάνω σε όλα τα πουλιά τού ουρανού, επάνω σε κάθε τι που σέρνεται επάνω στη γη, κι επάνω σε όλα τα ψάρια τής θάλασσας· στα χέρια σας δόθηκαν·
3. κάθε τι που κινείται, το οποίο ζει, θα είναι σε σας για τροφή· μέχρι το χλωρό χορτάρι, σας έδωσα τα πάντα·
4. κρέας, όμως, με τη ζωή του, με το αίμα του, δεν θα φάτε·
5. και θα εκζητήσω εξάπαντος το αίμα σας, το αίμα της ζωής σας· από το χέρι κάθε ζώου θα το εκζητήσω, και από το χέρι τού ανθρώπου· από το χέρι τού κάθε αδελφού θα εκζητήσω τη ζωή τού ανθρώπου·
6. όποιος χύσει αίμα ανθρώπου, από άνθρωπο θα χυθεί το αίμα του· επειδή, σύμφωνα με την εικόνα τού Θεού ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο·
7. κι εσείς αυξάνεστε και πληθύνεστε, πολλαπλασιάζεστε επάνω στη γη, και πληθύνεστε επάνω σ' αυτή.
8. Και ο Θεός είπε στον Νώε, και στους γιους του μαζί του, λέγοντας:
9. Κι εγώ, δες, στήνω τη διαθήκη μου σε σας, και στο σπέρμα σας μετά από σας·
10. και σε κάθε έμψυχο ζώο, που είναι μαζί σας, από τα πουλιά, από τα κτήνη, και από όλα τα ζώα της γης, που είναι μαζί σας· από κάθε ένα που βγήκε από την κιβωτό, μέχρι κάθε ζώο της γης·
11. και στήνω τη διαθήκη μου σε σας· και στο εξής δεν θα εξολοθρευτεί καμιά σάρκα από τα νερά του κατακλυσμού· ούτε θα υπάρξει πλέον κατακλυσμός για να φθείρει τη γη.
12. Και ο Θεός είπε: Τούτο είναι το σημείο τής διαθήκης, που εγώ κάνω ανάμεσα σε μένα και σε σας και σε κάθε έμψυχο ζώο, που είναι μαζί σας, σε αιώνιες γενεές.
13. Βάζω το τόξο μου στο σύννεφο, και θα είναι σε σημείο διαθήκης ανάμεσα σε μένα και στη γη·
14. και όταν συγκεντρώσω σύννεφα επάνω στη γη, θα φανεί το τόξο στα σύννεφα·
15. και θα θυμηθώ τη διαθήκη μου, ανάμεσα σε μένα και σε σας, και σε κάθε έμψυχο ζώο από κάθε σάρκα· και τα νερά δεν θα είναι πλέον για κατακλυσμό για να εξαλείψουν κάθε σάρκα·
16. και το τόξο θα είναι στο σύννεφο· και θα το βλέπω, για να θυμάμαι την παντοτινή διαθήκη, τη διαθήκη ανάμεσα στον Θεό και σε κάθε έμψυχο ζώο από κάθε σάρκα, που υπάρχει επάνω στη γη.
17. Και ο Θεός είπε στον Νώε: Τούτο είναι το σημείο τής διαθήκης, που έστησα ανάμεσα σε μένα και σε κάθε σάρκα, που υπάρχει επάνω στη γη.
18. Και οι γιοι τού Νώε, που βγήκαν από την κιβωτό, ήσαν ο Σημ, και ο Χαμ, και ο Ιάφεθ. Και ο Χαμ ήταν ο πατέρας τού Χαναάν.
19. Αυτοί οι τρεις είναι οι γιοι τού Νώε, και απ' αυτούς διασκορπίστηκαν σε ολόκληρη τη γη.
20. Και ο Νώε άρχισε να είναι γεωργός, και φύτεψε ένα αμπέλι·
21. και ήπιε από το κρασί, και μέθυσε, και γυμνώθηκε μέσα στη σκηνή του.
22. Και ο Χαμ, ο πατέρας τού Χαναάν, είδε τη γύμνωση του πατέρα του· και το ανήγγειλε στους δύο αδελφούς του έξω.
23. Και παίρνοντας ο Σημ και ο Ιάφεθ το ένδυμα, το έβαλαν επάνω στις δύο πλάτες τους· και περπατώντας πισώπλατα, σκέπασαν τη γύμνωση του πατέρα τους· και τα πρόσωπά τους ήσαν προς τα πίσω και δεν είδαν τη γύμνωση του πατέρα τους.
24. Και όταν ο Νώε συνήλθε από το κρασί του, έμαθε όσα έκανε σ' αυτόν ο γιος του ο νεότερος.
25. Και είπε: Επικατάρατος ο Χαναάν· θα είναι δούλος των δούλων στους αδελφούς του.
26. Και είπε: Ευλογητός ο Κύριος ο Θεό τού Σημ· και ο Χαναάν θα είναι σ' αυτόν δούλος·
27. ο Θεός θα πλατύνει τον Ιάφεθ, και θα κατοικήσει στις σκηνές τού Σημ, και ο Χαναάν θα είναι σ' αυτόν δούλος.
28. Και ο Νώε έζησε μετά τον κατακλυσμό 350 χρόνια.
29. Και όλες οι ημέρες τού Νώε έγιναν 950 χρόνια· και πέθανε.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΓΕΝΕΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 10
Γένεσης 10
1. ΚΑΙ οι γενεαλογίες των γιων τού Νώε, του Σημ, του Χαμ και του Ιάφεθ είναι αυτές· και γεννήθηκαν σ' αυτούς γιοι μετά τον κατακλυσμό.
2. Οι γιοι τού Ιάφεθ ήσαν ο Γομέρ, και ο Μαγώγ, και ο Μαδαϊ, και ο Ιαυάν, και ο Θουβάλ, και ο Μεσέχ, και ο Θειράς.
3. Και οι γιοι τού Γομέρ, ήσαν ο Ασχενάζ, και ο Ριφάθ, και ο Θωγαρμά.
4. Και οι γιοι τού Ιαυάν, ήσαν ο Ελεισά, και ο Θαρσείς, ο Κιττείμ, και ο Δωδανείμ.
5. Απ' αυτούς μοιράστηκαν τα νησιά των εθνών στους τόπους τους· του καθενός σύμφωνα με τη γλώσσα του, σύμφωνα με τις φυλές τους, στα έθνη τους.
6. Και οι γιοι τού Χαμ, ήσαν ο Χους, και ο Μισραϊμ, και ο Φουθ, και ο Χαναάν.
7. Και οι γιοι τού Χους ήσαν ο Σεβά, και ο Αβιλά, και ο Σαβθά, και ο Ρααμά, και ο Σαβθεκά· και οι γιοι τού Ρααμά ήσαν ο Σεβά και ο Δαιδάν.
8. Και ο Χους γέννησε τον Νεβρώδ. Αυτός άρχισε να είναι ισχυρός επάνω στη γη·
9. αυτός ήταν ισχυρός κυνηγός μπροστά στον Κύριο· γι' αυτό και λέγεται: Όπως ο Νεβρώδ, ισχυρός κυνηγός μπροστά στον Κύριο·
10. και η αρχή τής βασιλείας του στάθηκε η Βαβυλώνα, και η Ερέχ, και η Αχάδ, και η Χαλνέ, στη γη Σεναάρ.
11. Από εκείνη τη γη βγήκε ο Ασσούρ, και οικοδόμησε τη Νινευή, και την πόλη Ρεχωβώθ, και τη Χαλάχ,
12. και τη Ρεσέν, ανάμεσα στη Νινευή και τη Χαλάχ· αυτή είναι η μεγάλη πόλη.
13. Και ο Μισραϊμ γέννησε τους Λουδείμ, και τους Ανανείμ, και τους Λεαβείμ, και τους Ναφθουχείμ,
14. και τους Πατρουσείμ, και τους Χασλουχείμ, από τους οποίους βγήκαν οι Φιλισταίοι, και τους Χαφθορείμ.
15. Και ο Χαναάν γέννησε τον Σιδώνα, τον πρωτότοκό του, και τον Χετταίο,
16. και τον Ιεβουσαίο, και τον Αμορραίο, και τον Γεργεσαίο,
17. και τον Ευαίο, και τον Αρουκαίο, και τον Ασενναίο,
18. και τον Αρβάδιο, και τον Σαμαραίο, και τον Αμαθαίο. Και ύστερα απ' αυτό διασπάρθηκαν οι φυλές των Χαναναίων.
19. Και τα όρια των Χαναναίων ήσαν από τη Σιδώνα, καθώς πηγαίνει κανείς στα Γέραρα, μέχρι τη Γάζα, και καθώς πηγαίνει κανείς στα Σόδομα και Γόμορρα, και προς την Αδαμά και τη Σεβωείμ, μέχρι τη Λασά.
20. Αυτοί είναι οι γιοι τού Χαμ, σύμφωνα με τις φυλές τους, σύμφωνα με τις γλώσσες τους, στους τόπους τους, στα έθνη τους.
21. Και στον Σημ, τον πατέρα όλων των γιων τού Έβερ, τον αδελφό τού Ιάφεθ τού μεγαλύτερου, γεννήθηκαν και σ' αυτόν γιοι.
22. Οι γιοι τού Σημ ήσαν ο Ελάμ, και ο Ασσούρ, και ο Αρφαξάδ, και ο Λουδ, και ο Αράμ.
23. Και οι γιοι τού Αράμ, ήσαν ο Ουζ, και ο Ουλ, και ο Γεθέρ, και ο Μας.
24. Και ο Αρφαξάδ γέννησε τον Σαλά· και ο Σαλά γέννησε τον Έβερ.
25. Και στον Έβερ γεννήθηκαν δύο γιοι· το όνομα του ενός, Φαλέγ· επειδή, στις ημέρες του διαμερίστηκε η γη· και το όνομα του αδελφού του ήταν Ιοκτάν.
26. Και ο Ιοκτάν γέννησε τον Αλμωδάδ, και τον Σαλέφ, και τον Ασαρμαβέθ, και τον Ιαράχ,


27. και τον Αδωράμ, και τον Ουζάλ, και τον Δικλά,
28. και τον Οβάλ, και τον Αβιμαήλ, και τον Σεβά,
29. και τον Οφείρ, και τον Αβιλά, και τον Ιωαβάβ· όλοι αυτοί ήσαν γιοι τού Ιοκτάν.
30. Και η κατοικία τους ήταν από τη Μησά, καθώς πηγαίνει κανείς προς τη Σεφαρά, στο βουνό της Ανατολής.
31. Αυτοί είναι οι γιοι τού Σημ, σύμφωνα με τις φυλές τους, σύμφωνα με τις γλώσσες τους, στους τόπους τους, σύμφωνα με τα έθνη τους.
32. Αυτές είναι οι φυλές των γιων τού Νώε, σύμφωνα με τις γενεές τους, στα έθνη τους· και απ' αυτούς διασπάρθηκαν τα έθνη επάνω στη γη μετά τον κατακλυσμό.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 11
Γένεσης 11
1. ΚΑΙ ολόκληρη η γη ήταν μιας γλώσσας, και μιας φωνής.
2. Και όταν κίνησαν από την ανατολή, βρήκαν μια πεδιάδα στη γη Σεναάρ· και κατοίκησαν εκεί.
3. Και ο ένας είπε στον άλλον: Ελάτε, ας κάνουμε πλίθες, και ας τις ψήσουμε σε φωτιά· και η μεν πλίθα τούς χρησίμευσε αντί για πέτρα, η δε άσφαλτος τους χρησίμευσε αντί για πηλό.
4. Και είπαν: Ελάτε, ας κτίσουμε για μας μια πόλη και έναν πύργο, που η κορυφή του να φτάνει μέχρι τον ουρανό· και ας αποκτήσουμε για μας όνομα, μήπως και διασπαρθούμε επάνω στο πρόσωπο της γης.
5. Και ο Κύριος κατέβηκε για να δει την πόλη και τον πύργο, που οικοδόμησαν οι γιοι των ανθρώπων.
6. Και ο Κύριος είπε: Να, ένας λαός, και όλοι έχουν μία γλώσσα, και άρχισαν να το πραγματοποιούν· και τώρα δεν θα εμποδιστεί σ' αυτούς κάθε τι που σκοπεύουν να κάνουν·
7. ελάτε, ας κατέβουμε, και ας συγχύσουμε εκεί τη γλώσσα τους, για να μη καταλαβαίνει ο ένας τη γλώσσα τού άλλου.
8. Και από εκεί ο Κύριος τους διασκόρπισε επάνω στο πρόσωπο ολόκληρης της γης· και σταμάτησαν να κτίζουν την πόλη.
9. Γι' αυτό, το όνομά της ονομάστηκε Βαβέλ· επειδή, εκεί ο Κύριος σύγχυσε τη γλώσσα ολόκληρης της γης· και από εκεί ο Κύριος τους διασκόρπισε επάνω στο πρόσωπο ολόκληρης της γης.
10. ΑΥΤΗ είναι η γενεαλογία του Σημ. Ο Σημ ήταν 100 χρόνων, όταν γέννησε τον Αρφαξάδ, δύο χρόνια μετά τον κατακλυσμό·
11. και ο Σημ έζησε, αφού γέννησε τον Αρφαξάδ, 500 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες.
12. Και ο Αρφαξάδ έζησε 35 χρόνια, και γέννησε τον Σαλά·
13. και ο Αρφαξάδ έζησε, αφού γέννησε τον Σαλά, 403 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες.
14. Και ο Σαλά έζησε 30 χρόνια, και γέννησε τον Έβερ·
15. και ο Σαλά έζησε, αφού γέννησε τον Έβερ, 403 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες.
16. Και ο Έβερ έζησε 34 χρόνια, και γέννησε τον Φαλέγ·
17. και ο Έβερ έζησε, αφού γέννησε τον Φαλέγ, 430 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες.
18. Και ο Φαλέγ έζησε 30 χρόνια, και γέννησε τον Ραγαύ·
19. και ο Φαλέγ έζησε, αφού γέννησε τον Ραγαύ, 209 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες.
20. Και ο Ραγαύ έζησε 32 χρόνια, και γέννησε τον Σερούχ·
21. και ο Ραγαύ έζησε, αφού γέννησε τον Σερούχ, 207 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες.
22. Και ο Σερούχ έζησε 30 χρόνια, και γέννησε τον Ναχώρ·
23. και ο Σερούχ έζησε, αφού γέννησε τον Ναχώρ, 200 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες.
24. Και ο Ναχώρ έζησε 29 χρόνια, και γέννησε τον Θάρα·
25. και ο Ναχώρ έζησε, αφού γέννησε τον Θάρα, 119 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες.
26. Και ο Θάρα έζησε 70 χρόνια, και γέννησε τον Άβραμ, τον Ναχώρ, και τον Αρράν.
27. ΚΑΙ αυτή είναι η γενεαλογία τού Θάρα: Ο Θάρα γέννησε τον Άβραμ, τον Ναχώρ, και τον Αρράν· και ο Αρράν γέννησε τον Λωτ.
28. Και ο Αρράν πέθανε μπροστά στον Θάρα τον πατέρα του, στον τόπο της γέννησής του, στην Ουρ των Χαλδαίων.
29. Και ο Άβραμ και ο Ναχώρ πήραν για τον εαυτό τους γυναίκες· το όνομα της γυναίκας τού Άβραμ, ήταν Σάρα· και το όνομα της γυναίκας τού Ναχώρ, ήταν Μελχά, θυγατέρα τού Αρράν, πατέρα τής Μελχά και πατέρα τού Ιεσχά.
30. Και η Σάρα ήταν στείρα, δεν είχε παιδί.
31. Και ο Θάρα πήρε τον γιο του, τον Άβραμ, και τον Λωτ, τον γιο τού Αρράν, τον εγγονό του, και τη νύφη του, τη Σάρα, τη γυναίκα τού Άβραμ, του γιου του· και μαζί βγήκαν από την Ουρ των Χαλδαίων για να πάνε στη γη Χαναάν· και ήρθαν μέχρι τη Χαρράν, και κατοίκησαν εκεί.
32. Και οι ημέρες τού Θάρα έγιναν 205 χρόνια· και ο Θάρα πέθανε στη Χαρράν
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»».
ΓΕΝΕΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 12
Γένεσης 12
1. ΚΑΙ ο Κύριος είπε στον Άβραμ: Βγες έξω από τη γη σου, και από τη συγγένειά σου, και από την οικογένεια του πατέρα σου, στη γη που θα σου δείξω·
2. και θα σε κάνω να γίνεις ένα μεγάλο έθνος· και θα σε ευλογήσω, και θα μεγαλύνω το όνομά σου· και θα είσαι για ευλογία·
3. και θα ευλογήσω εκείνους που σε ευλογούν, και θα καταραστώ εκείνους που σε καταριούνται· και μέσα από σένα θα ευλογηθούν όλες οι φυλές τής γης.
4. Και ο Άβραμ πήγε, καθώς του είπε ο Κύριος· και μαζί του πήγε και ο Λωτ· και ο Άβραμ ήταν ηλικίας 75 χρόνων, όταν βγήκε από τη Χαρράν.
5. Και ο Άβραμ πήρε τη Σάρα, τη γυναίκα του, και τον γιο τού αδελφού του, τον Λωτ, και όλα τα υπάρχοντά τους, όσα είχαν αποκτήσει, και τους ανθρώπους που είχαν αποκτήσει στη Χαρράν, και βγήκαν για να πάνε στη γη Χαναάν· και ήρθαν στη γη Χαναάν.
6. Και ο Άβραμ διαπέρασε εκείνη τη γη μέχρι τον τόπο Συχέμ, μέχρι τη βελανιδιά Μορέχ· και οι Χαναναίοι κατοικούσαν τότε σ' αυτή τη γη.
7. Και ο Κύριος φάνηκε στον Άβραμ, και του είπε: Στο σπέρμα σου θα δώσω αυτή τη γη. Και έκτισε εκεί θυσιαστήριο στον Κύριο, που φάνηκε σ' αυτόν.
8. Και από εκεί μετέβηκε στο βουνό, που είναι προς τα μεσημβρινά τής Βαιθήλ, και έστησε τη σκηνή του, έχοντας τη Βαιθήλ προς τα δυτικά, και τη Γαι προς τα ανατολικά· και έκτισε εκεί θυσιαστήριο στον Κύριο, και επικαλέστηκε το όνομα του Κυρίου.
9. Και ο Άβραμ μετασκήνωσε οδοιπορώντας και προχωρώντας προς τα μεσημβρινά.
10. Και έγινε πείνα σ' αυτή τη γη· και ο Άβραμ κατέβηκε στην Αίγυπτο για να παροικήσει εκεί· επειδή, η πείνα στη γη ήταν βαριά.
11. Και όταν πλησίαζε να μπει μέσα στην Αίγυπτο, είπε στη Σάρα, τη γυναίκα του: Δες, γνωρίζω ότι είσαι μια όμορφη γυναίκα·
12. θα συμβεί, λοιπόν, ώστε καθώς σε δουν οι Αιγύπτιοι θα πουν: Γυναίκα του είναι αυτή· και θα με φονεύσουν, εσένα όμως θα σε διαφυλάξουν ζωντανή·
13. πες, λοιπόν, ότι είσαι αδελφή μου, για να γίνει σε μένα καλό εξαιτίας σου, και να διαφυλαχθεί η ζωή μου, για χάρη σου.
14. ΚΑΙ όταν ο Άβραμ μπήκε μέσα στην Αίγυπτο, είδαν οι Αιγύπτιοι τη γυναίκα ότι ήταν υπερβολικά ωραία.
15. Και οι άρχοντες του Φαραώ την είδαν, και την επαίνεσαν στον Φαραώ· και πήραν τη γυναίκα στο σπίτι του Φαραώ.
16. Και μεταχειρίστηκαν τον Άβραμ καλά για χάρη της· και είχε πρόβατα, και βόδια, και γαϊδούρια, και δούλους, και δούλες, και θηλυκά γαϊδούρια και καμήλες.
17. Και ο Κύριος έριξε στον Φαραώ και στην οικογένειά του μεγάλες πληγές εξαιτίας της Σάρας τής γυναίκας τού Άβραμ·
18. και ο Φαραώ κάλεσε τον Άβραμ, και του είπε: Τι είναι αυτό που μου έκανες; Γιατί δεν μου φανέρωσες ότι αυτή είναι γυναίκα σου;
19. Γιατί είπες: Αυτή είναι αδελφή μου; Και την πήρα στον εαυτό μου για γυναίκα· και τώρα, να η γυναίκα σου· παρ' την, και πήγαινε.
20. Και ο Φαραώ διόρισε ανθρώπους γι' αυτόν· και τον πρόπεμψαν με συνοδεία, και τη γυναίκα του, και όλα όσα είχε.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΓΕΝΕΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 13
Γένεσης 13
1. ΚΑΙ ο Άβραμ ανέβηκε από την Αίγυπτο, αυτός και η γυναίκα του και όλα όσα είχε, και ο Λωτ μαζί του, προς τα μεσημβρινά.
2. Και ο Άβραμ ήταν υπερβολικά πλούσιος σε κτήνη, σε ασήμι, και σε χρυσάφι,
3. και πήγε οδεύοντας από τα μεσημβρινά μέχρι τη Βαιθήλ, μέχρι τον τόπο όπου ήταν η σκηνή του την προηγούμενη φορά, ανάμεσα στη Βαιθήλ και στη Γαι·
4. στον τόπο τού θυσιαστηρίου, που είχε κάνει εκεί αρχικά· και εκεί ο Άβραμ επικαλέστηκε το όνομα του Κυρίου.
5. Ακόμα και ο Λωτ, που συμπορευόταν μαζί με τον Άβραμ, είχε πρόβατα και βόδια και σκηνές.
6. Και δεν τους χωρούσε η γη για να κατοικούν μαζί· επειδή, τα υπάρχοντά τους ήσαν πολλά, και δεν μπορούσαν να κατοικούν μαζί.
7. Και έγινε φιλονικία ανάμεσα στους βοσκούς των κτηνών τού Άβραμ, και στους βοσκούς των κτηνών τού Λωτ· και οι Χαναναίοι και οι Φερεζαίοι κατοικούσαν τότε στη γη.
8. Και ο Άβραμ είπε στον Λωτ: Ας μη είναι, παρακαλώ, φιλονικία ανάμεσα σε μένα και σε σένα, κι ανάμεσα στους βοσκούς μου και στους βοσκούς σου· επειδή, εμείς είμαστε αδελφοί·
9. δεν είναι ολόκληρη η γη μπροστά σου; Διαχώρισε, λοιπόν, τον εαυτό σου από μένα· αν εσύ πας στα αριστερά, εγώ πηγαίνω στα δεξιά· και αν εσύ στα δεξιά, εγώ στα αριστερά.
10. Και αφού ο Λωτ σήκωσε τα μάτια του ψηλά, είδε ολόκληρη την περίχωρο του Ιορδάνη, ότι ποτιζόταν ολόκληρη, πριν ο Κύριος να καταστρέψει τα Σόδομα και τα Γόμορρα, ήταν σαν παράδεισος του Κυρίου, όπως η γη της Αιγύπτου, μέχρι να πάει κανείς στη Σηγώρ.
11. Και ο Λωτ διάλεξε για τον εαυτό του ολόκληρη την περίχωρο του Ιορδάνη· και ο Λωτ μετασκήνωσε προς τα ανατολικά, και διαχωρίστηκαν ο ένας από τον άλλον.
12. Ο μεν Άβραμ κατοίκησε στη γη Χαναάν· ο δε Λωτ κατοίκησε ανάμεσα στις πόλεις τής περιχώρου, και έστησε τις σκηνές του μέχρι τα Σόδομα.
13. Και οι άνθρωποι των Σοδόμων ήσαν κακοί, και υπερβολικά αμαρτωλοί μπροστά στον Κύριο.
14. Και ο Κύριος είπε στον Άβραμ, αφού ο Λωτ είχε διαχωριστεί απ' αυτόν: Σήκωσε τώρα τα μάτια σου ψηλά και δες από τον τόπο όπου είσαι, προς τα βορινά και τα μεσημβρινά, και τα ανατολικά και τα δυτικά·
15. επειδή, ολόκληρη τη γη που βλέπεις θα τη δώσω σε σένα, και στο σπέρμα σου, μέχρι τον αιώνα·
16. και θα κάνω το σπέρμα σου σαν την άμμο τής γης· ώστε αν μπορεί κανείς να απαριθμήσει την άμμο τής γης, θα μπορεί να απαριθμηθεί και το σπέρμα σου·
17. και αφού σηκωθείς, διάσχισε τη γη, και κατά το μάκρος της, και κατά το πλάτος της· επειδή, σε σένα θα τη δώσω.
18. Και ο Άβραμ σήκωσε τη σκηνή του, και όταν ήρθε κατοίκησε κοντά στις βελανιδιές Μαμβρή, που είναι στη Χεβρών· και έκτισε εκεί θυσιαστήριο στον Κύριο.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΓΕΝΕΣΗΣ  ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 14
Γένεσης 14
1. ΚΑΙ στις ημέρες τού Αμαρφέλ, βασιλιά της Σενναάρ, του Αριώχ, βασιλιά τής Ελλασάρ, του Χοδολλογομόρ, βασιλιά τής Ελάμ, και του Θαργάλ, βασιλιά των εθνών,
2. αυτοί έκαναν πόλεμο με τον Βερά, βασιλιά των Σοδόμων, και τον Βαρσά, βασιλιά των Γομόρρων, τον Σενναάβ, βασιλιά τής Αδαμά, και τον Σεμοβόρ, βασιλιά τής Σεβωείμ, και τον βασιλιά τής Βελά· αυτή είναι η Σηγώρ.
3. Όλοι αυτοί ενώθηκαν μαζί στην κοιλάδα Σιδδίμ, που είναι η αλμυρή θάλασσα.
4. 12 χρόνια δούλευαν στον Χοδολλογομόρ· και τον 13ο αποστάτησαν.
5. Και τον 14ο χρόνο ήρθε ο Χοδολλογομόρ, και οι βασιλιάδες που ήσαν μαζί του, και πάταξαν τους Ραφαείμ στην Ασταρώθ-καρναϊμ, και τους Ζουζείμ στην Αμ, και τους Εμμαίους στη Σαυή-κιριαθαϊμ,
6. και τους Χορραίους στο βουνό τους, το Σηείρ, μέχρι την πεδιάδα Φαράν, που είναι στην έρημο.
7. Και επέστρεψαν και ήρθαν στην Εν-μισπάτ, που είναι η Κάδης· και πάταξαν ολόκληρη την περιοχή τού Αμαλήκ, και τους Αμορραίους που κατοικούσαν στην Ασασών-θαμάρ.
8. Και βγήκε ο βασιλιάς των Σοδόμων, και ο βασιλιάς των Γομόρρων, και ο βασιλιάς τής Αδαμά, και ο βασιλιάς των Σεβωείμ, και ο βασιλιάς τής Βελά, που είναι η Σηγώρ· και συγκρότησαν μάχη μαζί τους στην κοιλάδα Σιδδίμ,
9. μαζί με τον Χοδολλογομόρ βασιλιά τής Ελάμ, και τον Θαργάλ βασιλιά των εθνών, και τον Αμαρφέλ βασιλιά τής Σενναάρ, και τον Αριώχ βασιλιά τής Ελλασάρ· τέσσερις βασιλιάδες ενάντια σε πέντε.
10. Και η κοιλάδα Σιδδίμ ήταν γεμάτη από φρέατα ασφάλτου· και οι βασιλιάδες των Σοδόμων και των Γομόρρων τράπηκαν σε φυγή, και έπεσαν εκεί· και εκείνοι που εναπέμειναν έφυγαν στο βουνό.
11. Και πήραν όλα τα υπάρχοντα των Σοδόμων και των Γομόρρων, και ολόκληρη τη ζωοτροφία τους, και αναχώρησαν.
12. Πήραν ακόμα και τον Λωτ, τον γιο τού αδελφού τού Άβραμ, που κατοικούσε στα Σόδομα, και τα υπάρχοντά του, και αναχώρησαν.
13. Και κάποιος από τους διασωθέντες πήγε και το ανήγγειλε στον Άβραμ τον Εβραίο, που κατοικούσε κοντά στις βελανιδιές Μαμβρή, του Αμορραίου, αδελφού τού Εσχώλ, και αδελφού τού Ανήρ, που ήσαν σύμμαχοι του Άβραμ.
14. Και όταν ο Άβραμ άκουσε ότι αιχμαλωτίστηκε ο αδελφός του, εξόπλισε 318 από τους δούλους του, που είχαν γεννηθεί στο σπίτι του, και τους καταδίωξε μέχρι τη Δαν.
15. Και αφού χώρισε τους δικούς του, όρμησε εναντίον τους τη νύχτα, αυτός και οι δούλοι του, και τους πάταξε, και τους καταδίωξε μέχρι τη Χαβά, που είναι προς τα αριστερά τής Δαμασκού.
16. Και επανέφερε όλα τα υπάρχοντα, κι ακόμα επανέφερε και τον αδελφό του τον Λωτ, και τα υπάρχοντά του, ακόμα μάλιστα και τις γυναίκες, και τον λαό.
17. Και ο βασιλιάς των Σοδόμων βγήκε σε συνάντησή του, αφού γύρισε από την καταστροφή του Χοδολλογομόρ, και των βασιλιάδων του, στην κοιλάδα Σαυή, που είναι η κοιλάδα τού βασιλιά.
18. Και ο Μελχισεδέκ, ο βασιλιάς τής Σαλήμ, έφερε έξω ψωμί και κρασί· και ήταν ιερέας τού Θεού τού υψίστου.
19. Και τον ευλόγησε, και είπε: Ευλογημένος ο Άβραμ από τον Θεό τον ύψιστο, που έκτισε τον ουρανό και τη γη·
20. και ευλογημένος ο Θεός ο ύψιστος, που παρέδωσε τους εχθρούς σου στο χέρι σου. Και ο Άβραμ έδωσε σ' αυτόν ένα δέκατο από όλα.
21. Και ο βασιλιάς των Σοδόμων είπε στον Άβραμ: Δώσε μου τους ανθρώπους, και πάρε τα υπάρχοντα για τον εαυτό σου.
22. Και ο Άβραμ είπε στον βασιλιά των Σοδόμων: Εγώ ύψωσα το χέρι μου στον Κύριο, τον Θεό τον ύψιστο, που έκτισε τον ουρανό και τη γη,
23. ότι δεν θα πάρω από όλα τα δικά σου από κλωστή μέχρι λουρί παπουτσιού, για να μη πεις: Εγώ πλούτισα τον Άβραμ·
24. εκτός μόνον από εκείνο, που έφαγαν οι νέοι, και το μερίδιο των ανθρώπων που ήρθαν μαζί μου, του Ανήρ, του Εσχώλ, και του Μαμβρή· αυτοί ας πάρουν το μερίδιό τους.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΓΕΝΕΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 15
Γένεσης 15
1. ΥΣΤΕΡΑ από τα πράγματα αυτά, έγινε λόγος τού Κυρίου στον Άβραμ, σε όραμα, λέγοντας: Μη φοβάσαι, Άβραμ· εγώ είμαι ο υπερασπιστής σου· ο μισθός σου θα είναι υπερβολικά μεγάλος.
2. Και ο Άβραμ είπε: Δέσποτα Κύριε, τι θα μου δώσεις, ενώ απέρχομαι άτεκνος, και ο κληρονόμος του σπιτιού μου είναι αυτός ο Ελιέζερ από τη Δαμασκό;
3. Είπε ακόμα ο Άβραμ: Δες, δεν έδωσες σε μένα σπέρμα· και να, θα με κληρονομήσει ο υπηρέτης μου.
4. Και να, έγινε σ' αυτόν λόγος τού Κυρίου, λέγοντας: Δεν θα σε κληρονομήσει αυτός· αλλ' εκείνος που θα βγει από τα σπλάχνα σου, αυτός θα σε κληρονομήσει.
5. Και τον έφερε έξω, και είπε: Κοίταξε τώρα ψηλά στον ουρανό, και απαρίθμησε τα αστέρια, αν μπορείς να τα απαριθμήσεις· και του είπε: Έτσι θα είναι το σπέρμα σου.
6. Και πίστεψε στον Κύριο· και λογαριάστηκε σ' αυτόν για δικαιοσύνη.
7. Και του είπε: Εγώ είμαι ο Κύριος, που σε έβγαλα από την Ουρ των Χαλδαίων, για να σου δώσω αυτή τη γη για κληρονομιά.
8. Κι εκείνος είπε: Δέσποτα Κύριε, από πού θα γνωρίσω ότι θα την κληρονομήσω;
9. Και του είπε: Πάρε για μένα μία δαμάλι τριών χρόνων, και μία κατσίκα τριών χρόνων, και ένα αρσενικό κριάρι τριών χρόνων, και μια τρυγόνα και ένα περιστέρι.
10. Και πήρε σ' αυτόν όλα αυτά, και τα έσχισε στο μέσον, και έβαλε κάθε ένα κομμάτι απέναντι στο όμοιό του· τα πουλιά, όμως, δεν τα έσχισε,
11. και κατέβηκαν τα όρνια επάνω στα πτώματα, και ο Άβραμ τα έδιωξε.
12. Και κατά τη δύση τού ήλιου, έπεσε έκσταση επάνω στον Άβραμ· και να, ένας μεγάλος σκοτεινός φόβος πέφτει επάνω του.
13. Και ο Κύριος είπε στον Άβραμ: Να ξέρεις με σιγουριά ότι το σπέρμα σου θα παροικήσει σε γη όχι δική τους, και θα τους υποδουλώσουν, και θα τους καταθλίψουν, 400 χρόνια·
14. το έθνος, όμως, στο οποίο θα υποδουλωθεί, εγώ θα το κρίνω· ύστερα δε απ' αυτά, θα βγουν με πολλά υπάρχοντα·
15. εσύ, όμως, θα απέλθεις στους πατέρες σου με ειρήνη· θα ταφείς σε καλά γηρατειά·
16. και στην τέταρτη γενεά θα επιστρέψουν εδώ· επειδή, δεν αναπληρώθηκε ακόμα η ανομία των Αμορραίων.
17. Και όταν ο ήλιος έδυσε και έγινε πυκνό σκοτάδι, να, ένα καμίνι που κάπνιζε, και μια λαμπάδα φωτιάς, η οποία διαπέρασε ανάμεσα σε τούτα τα διχοτομημένα.
18. Εκείνη την ημέρα ο Κύριος έκανε διαθήκη στον Άβραμ, λέγοντας: Στο σπέρμα σου έδωσα αυτή τη γη, από τον ποταμό τής Αιγύπτου μέχρι τον ποταμό τον μεγάλο, τον ποταμό Ευφράτη·
19. τους Κεναίους, και τους Κενεζαίους, και τους Κεδμωναίους,
20. και τους Χετταίους, και τους Φερεζαίους, και τους Ραφαείμ,
21. και τους Αμορραίους, και τους Χαναναίους, και τους Γεργεσαίους, και τους Ιεβουσαίους
ΓΕΝΕΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ – 16
Γένεσης 16
1. ΚΑΙ η Σάρα, η γυναίκα τού Άβραμ, δεν τεκνοποιούσε σ' αυτόν· και είχε μια Αιγύπτια δούλη, που ονομαζόταν Άγαρ.
2. Και η Σάρα είπε στον Άβραμ: Δες, ο Κύριος με απέκλεισε από την τεκνοποιία· μπες, λοιπόν, στη δούλη μου, ίσως αποκτήσω παιδί απ' αυτή. Και ο Άβραμ υπάκουσε στον λόγο τής Σάρας.
3. Και η Σάρα, η γυναίκα τού Άβραμ, πήρε την Άγαρ, την Αιγύπτια, τη δούλη της, αφού ο Άβραμ είχε κατοικήσει δέκα χρόνια στη γη Χαναάν, και την έδωσε στον άνδρα της τον Άβραμ, για να είναι γυναίκα του.
4. Και μπήκε στην Άγαρ, και εκείνη συνέλαβε· και όταν είδε ότι συνέλαβε, η κυρία της καταφρονούταν μπροστά της.
5. Και η Σάρα είπε στον Άβραμ: Εξαιτίας σου αδικούμαι. Εγώ έδωσα τη δούλη μου στον κόρφο σου· και αφού είδε ότι συνέλαβε, εγώ καταφρονήθηκα μπροστά της· ας κρίνει ο Κύριος ανάμεσα σε μένα και σε σένα.
6. Και ο Άβραμ είπε στη Σάρα: Δες, η δούλη σου είναι στο χέρι σου· κάνε σ' αυτήν όπως φαίνεται αρεστό στα μάτια σου. Και η Σάρα τη μεταχειρίστηκε άσχημα, κι εκείνη έφυγε από το πρόσωπό της.
7. Και τη βρήκε ένας άγγελος του Κυρίου κοντά σε μια πηγή νερού, στην έρημο, κοντά στην πηγή προς τον δρόμο τής Σουρ·
8. και της είπε: Άγαρ, δούλη τής Σάρας, από πού έρχεσαι και πού πηγαίνεις; Κι εκείνη είπε: Φεύγω από το πρόσωπο της κυρίας μου της Σάρας.
9. Και ο άγγελος του Κυρίου τής είπε: Επίστρεψε στην κυρία σου, και ταπεινώσου κάτω από τα χέρια της.
10. Ο άγγελος του Κυρίου τής είπε ακόμα: Θα πληθύνω υπερβολικά το σπέρμα σου, ώστε να μη απαριθμείται λόγω του πλήθους του.
11. Και ο άγγελος του Κυρίου τής είπε: Δες, εσύ είσαι έγκυος, και θα γεννήσεις γιο, και θα αποκαλέσεις το όνομά του Ισμαήλ· επειδή, ο Κύριος άκουσε τη θλίψη σου·
12. κι αυτός θα είναι άγριος άνθρωπος· το χέρι του θα είναι ενάντια σε όλους, και το χέρι όλων ενάντια σ' αυτόν· και θα κατοικήσει κατά πρόσωπο όλων των αδελφών του.
13. Και η Άγαρ αποκάλεσε το όνομα του Κυρίου, που της μιλούσε: Εσύ είσαι ο Θεός, που με είδες· επειδή είπε: Εγώ είδα, ακόμα, εδώ εκείνον που με είδε;
14. Γι' αυτό, το πηγάδι εκείνο ονομάστηκε Πηγάδι Λαχαϊ-ροΐ·  να, βρίσκεται ανάμεσα στην Κάδης και τη Βαράδ.
15. Και η Άγαρ γέννησε στον Άβραμ έναν γιο· και ο Άβραμ αποκάλεσε το όνομα αυτού του γιου, που γέννησε η Άγαρ, Ισμαήλ.
16. Και ο Άβραμ ήταν 86 χρόνων, όταν η Άγαρ γέννησε τον Ισμαήλ στον Άβραμ.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΓΕΝΕΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ -17
Γένεσης 17
1. ΚΑΙ όταν ο Άβραμ ήταν 99 χρόνων, ο Κύριος φάνηκε στον Άβραμ, και του είπε: Εγώ είμαι ο Θεός ο Παντοκράτορας· περπάτα μπροστά μου, και να είσαι τέλειος.
2. Και θα στήσω τη διαθήκη μου ανάμεσα σε μένα και σε σένα· και θα σε πληθύνω σε υπερβολικό βαθμό.
3. Και ο Άβραμ έπεσε επάνω στο πρόσωπό του· και ο Θεός τού μίλησε, λέγοντας:
4. Εγώ, δες, η διαθήκη μου είναι σε σένα· και θα γίνεις πατέρας πλήθους εθνών·
5. και δεν θα αποκαλείται πλέον το όνομά σου Άβραμ, αλλά το όνομά σου θα είναι Αβραάμ· επειδή, σε κατέστησα πατέρα πολλών εθνών·
6. και θα σε αυξήσω σε υπερβολικό βαθμό, και θα σε καταστήσω σε έθνη, και από σένα θα βγουν βασιλιάδες·
7. και θα στήσω τη διαθήκη μου ανάμεσα σε μένα και σε σένα, και στο σπέρμα σου μετά από σένα στις γενεές τους, σε μια αιώνια διαθήκη, για να είμαι Θεός σε σένα και στο σπέρμα σου μετά από σένα·
8. και θα δώσω σε σένα, και στο σπέρμα σου μετά από σένα, τη γη τής παροικίας σου, ολόκληρη τη γη Χαναάν, σε αιώνια κατάσχεση· και θα είμαι ο Θεός τους.
9. Και ο Θεός είπε στον Αβραάμ: Εσύ θα φυλάξεις τη διαθήκη μου, και το σπέρμα σου μετά από σένα στις γενεές τους.
10. Τούτη είναι η διαθήκη μου, την οποία θα φυλάξετε ανάμεσα σε μένα και σε σας, και το σπέρμα σου μετά από σένα: Κάθε αρσενικό σας θα περιτέμνεται.
11. Και θα περιτέμνετε τη σάρκα της ακροβυστίας σας, και θα είναι για σημείο τής διαθήκης μου ανάμεσα σε μένα και σε σας·
12. και ένα παιδί οκτώ ημερών θα περιτέμνεται μεταξύ σας, κάθε αρσενικό στις γενεές σας, εκείνος που γεννιέται στο σπίτι, και ο αγορασμένος με αργύρια από κάθε ξένον, που δεν είναι από το σπέρμα σου·
13. εξάπαντος θα περιτέμνεται εκείνος που γεννιέται στο σπίτι σου, και ο αγορασμένος σε σένα με αργύρια· και θα είναι η διαθήκη μου επάνω στη σάρκα σας για αιώνια διαθήκη·
14. και το απερίτμητο αρσενικό, στο οποίο δεν θα περιτεμνόταν η σάρκα τής ακροβυστίας του, εκείνη η ψυχή θα εξολοθρευτεί μέσα από τον λαό της· παρέβηκε τη διαθήκη μου.
15. Και ο Θεός είπε στον Αβραάμ: Τη γυναίκα σου Σάρα, δεν θα αποκαλέσεις πλέον το όνομά της Σάρα, αλλά το όνομά της θα είναι Σάρρα.
16. Και θα την ευλογήσω, κι ακόμα θα σου δώσω απ' αυτή έναν γιο· και θα την ευλογήσω, και θα γίνει μητέρα πολλών εθνών· βασιλιάδες λαών θα βγουν απ' αυτή.
17. Και ο Αβραάμ έπεσε επάνω στο πρόσωπό του, και γέλασε, και είπε στην καρδιά του: Σε άνθρωπον 100 χρόνων θα γεννηθεί παιδί; Και η Σάρρα, γυναίκα 90 χρόνων, θα γεννήσει;
18. Και ο Αβραάμ είπε στον Θεό: Είθε να ζήσει μπροστά σου ο Ισμαήλ!
19. Και ο Θεός είπε: Ναι, η γυναίκα σου η Σάρρα θα γεννήσει σε σένα έναν γιο, και θα αποκαλέσεις το όνομά του Ισαάκ· και θα στήσω τη διαθήκη μου σ' αυτόν για αιώνια διαθήκη, και στο σπέρμα του ύστερα απ' αυτόν·
20. Και για τον Ισμαήλ σε εισάκουσα· δες, τον ευλόγησα, και θα τον αυξήσω, και θα τον πληθύνω σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό· θα γεννήσει 12 άρχοντες, και θα τον κάνω μεγάλο έθνος·
21. αλλά, τη διαθήκη μου θα τη στήσω στον Ισαάκ, τον οποίο θα γεννήσει σε σένα η Σάρρα τον ερχόμενο χρόνο, την ίδια αυτή εποχή.
22. Και αφού τέλειωσε να μιλάει μαζί του, ο Θεός ανέβηκε από τον Αβραάμ.
23. Και ο Αβραάμ πήρε τον γιο του τον Ισμαήλ, και όλους τούς γεννημένους στο σπίτι του, και όλους τούς αγορασμένους απ' αυτόν με αργύρια, κάθε αρσενικό τού σπιτιού τού Αβραάμ, και έκανε περιτομή της σάρκας τής ακροβυστίας τους, την ίδια εκείνη ημέρα, καθώς του είπε ο Θεός.
24. Και ο Αβραάμ ήταν 99 χρόνων, όταν περιτμήθηκε στη σάρκα τής ακροβυστίας του.
25. Και ο Ισμαήλ, ο γιος του, ήταν 13 χρόνων, όταν περιτμήθηκε η σάρκα της ακροβυστίας του.
26. Την ίδια εκείνη ημέρα περιτμήθηκε ο Αβραάμ, και ο Ισμαήλ ο γιος του·
27. και όλοι οι άνθρωποι του σπιτιού του, οι γεννημένοι στο σπίτι, και οι αγορασμένοι με αργύρια από τους αλλογενείς, περιτμήθηκαν μαζί του.
“””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””
ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 18
Γένεση 18
1. ΚΑΙ ο Κύριος φάνηκε σ' αυτόν στις βελανιδιές Μαμβρή, ενώ καθόταν στην είσοδο της σκηνής στον καύσωνα της ημέρας.
2. Και αφού σήκωσε τα μάτια του, είδε· και να, τρεις άνδρες όρθιοι μπροστά του· και μόλις τους είδε, έσπευσε σε προϋπάντησή τους από την είσοδο της σκηνής, και προσκύνησε μέχρι το έδαφος·
3. και είπε: Κύριέ μου, αν βρήκα χάρη στα μάτια σου, μη προσπεράσεις, παρακαλώ, τον δούλο σου·
4. ας φερθεί, παρακαλώ, λίγο νερό, και πλύντε τα πόδια σας, και αναπαυθείτε κάτω από το δέντρο·
5. κι εγώ θα φέρω λίγο ψωμί, και στηρίξτε την καρδιά σας· έπειτα, θα προχωρήσετε· επειδή, γι' αυτό περάσατε από τον δούλο σας. Κι εκείνοι είπαν: Κάνε έτσι, καθώς είπες.
6. Και ο Αβραάμ έσπευσε στη σκηνή στη Σάρρα, και είπε: Βιάσου, ζύμωσε τρία μέτρα σιμιγδάλι, και κάνε ψωμιά στη στάχτη.
7. Και ο Αβραάμ έτρεξε στα βόδια, και πήρε ένα μοσχάρι απαλό και καλό, και το έδωσε στον δούλο· κι εκείνος έσπευσε να το ετοιμάσει·
8. έπειτα,πήρε βούτυρο και γάλα, και το μοσχάρι, που ετοίμασε, και τα έβαλε μπροστά τους· κι αυτός στεκόταν κοντά τους κάτω από το δέντρο· κι αυτοί έφαγαν.
9. Και του είπαν: Πού είναι η γυναίκα σου η Σάρρα; Κι εκείνος είπε: Να, μέσα στη σκηνή.
10. Και είπε: Θα επιστρέψω σε σένα εξάπαντος κατά την ίδια αυτή εποχή τού χρόνου· και να, η γυναίκα σου η Σάρρα θα έχει έναν γιο. Και η Σάρρα άκουσε στην είσοδο της σκηνής, που ήταν πίσω απ' αυτόν.
11. Και ο Αβραάμ και η Σάρρα ήσαν γέροντες, προχωρημένοι σε ηλικία· στη Σάρρα είχαν σταματήσει να γίνονται τα γυναικεία.
12. Και η Σάρρα γέλασε από μέσα της, λέγοντας: Αφού γέρασα θα γίνει σε μένα ηδονή; Και ο κύριός μου είναι γέροντας.
13. Και είπε ο Κύριος στον Αβραάμ: Γιατί γέλασε η Σάρρα, λέγοντας: Αφού εγώ γέρασα, πραγματικά θα γεννήσω;
14. Είναι τίποτα αδύνατο στον Κύριο; Στον ορισμένο καιρό θα επιστρέψω σε σένα, κατά την ίδια αυτή εποχή τού χρόνου, και η Σάρρα θα έχει έναν γιο.
15. Τότε, η Σάρρα αρνήθηκε, λέγοντας: Δεν γέλασα· επειδή, φοβήθηκε. Κι εκείνος είπε: Όχι, αλλά γέλασες.
16. Και αφού οι άνδρες σηκώθηκαν από εκεί κατευθύνθηκαν στα Σόδομα· και ο Αβραάμ πορευόταν μαζί τους για να τους συμπροπέμψει.
17. Και ο Κύριος είπε: Θα κρύψω εγώ από τον Αβραάμ οτιδήποτε κάνω;
18. Και ο Αβραάμ θα γίνει εξάπαντος μεγάλο έθνος και δυνατό· και διαμέσου αυτού θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης·
19. επειδή, τον γνωρίζω, ότι θα διατάξει τους γιους του και την οικογένειά του, ύστερα απ' αυτόν και θα φυλάξουν τον δρόμο τού Κυρίου, για να εκτελούν δικαιοσύνη και κρίση, ώστε ο Κύριος να επιφέρει επάνω στον Αβραάμ τα όσα μίλησε σ' αυτόν.
20. Και ο Κύριος είπε: Η κραυγή των Σοδόμων και των Γομόρρων πλήθυνε και η αμαρτία τους είναι υπερβολικά βαριά·
21. Θα κατέβω, λοιπόν, και θα δω αν έπραξαν ολοκληρωτικά σύμφωνα με την κραυγή που έρχεται σε μένα· και θα γνωρίσω, μήπως όχι.
22. Και όταν οι άνδρες αναχώρησαν από εκεί, πήγαν στα Σόδομα· και ο Αβραάμ στεκόταν ακόμα μπροστά στον Κύριο.
23. Και καθώς ο Αβραάμ πλησίασε, είπε: Μήπως θα καταστρέψεις τον δίκαιο μαζί με τον ασεβή;
24. Αν είναι στην πόλη 50 δίκαιοι, άραγε θα τους καταστρέψεις; Και δεν θα συγχωρούσες τον τόπο χάρη των 50 δικαίων που βρίσκονται σ' αυτόν;
25. Μη γένοιτο ποτέ εσύ να πράξεις ένα τέτοιο πράγμα, να θανατώσεις μαζί, δίκαιο και ασεβή, και ο δίκαιος να είναι όπως και ο ασεβής! Μη γένοιτο ποτέ σε σένα! Εκείνος που κρίνει ολόκληρη τη γη δεν θα κάνει κρίση;
26. Και είπε ο Κύριος: Αν βρω στα Σόδομα 50 δικαίους μέσα στην πόλη, θα συγχωρήσω σε ολόκληρο τον τόπο για χάρη τους.
27. Και αποκρινόμενος ο Αβραάμ είπε: Δες, τώρα τόλμησα να μιλήσω στον Κύριό μου, ενώ είμαι χώμα και στάχτη·
28. αν λείψουν πέντε από τους 50 δικαίους, θα καταστρέψεις ολόκληρη την πόλη εξαιτίας των πέντε; Και είπε: Δεν θα την καταστρέψω, αν βρω εκεί 45.
29. Και ο Αβραάμ πρόσθεσε ακόμα να του μιλήσει, και είπε: Αν βρεθούν εκεί 40; Και είπε: Δεν θα την καταστρέψω, εξαιτίας των 40.
30. Και ο Αβραάμ είπε: Ας μη παροξυνθεί ο Κύριός μου αν μιλήσω ξανά· αν βρεθούν εκεί 30; Και είπε: Δεν θα την καταστρέψω, αν βρω εκεί 30.
31. Και ο Αβραάμ είπε: Δες, τώρα τόλμησα να μιλήσω στον Κύριό μου· αν βρεθούν εκεί 20; Και είπε: Δεν θα την καταστρέψω, εξαιτίας των 20.
32. Και ο Αβραάμ είπε: Ας μη παροξυνθεί ο Κύριός μου, αν μιλήσω ακόμα μια φορά· αν βρεθούν εκεί 10; Και είπε: Δεν θα την καταστρέψω, εξαιτίας των 10.
33. Και ο Κύριος αναχώρησε, αφού έπαυσε να μιλάει στον Αβραάμ· και ο Αβραάμ επέστρεψε στον τόπο του.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»


ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ - 19
Γένεσις 19
1. ΚΑΙ οι δύο άγγελοι ήρθαν το δειλινό στα Σόδομα· και ο Λωτ καθόταν δίπλα στην πύλη των Σοδόμων· ο δε Λωτ, βλέποντάς τους, σηκώθηκε σε συνάντησή τους, και προσκύνησε με το πρόσωπό του μέχρι το έδαφος·
2. και είπε: Να, κύριοί μου, στραφείτε, παρακαλώ, στο σπίτι τού δούλου σας, και διανυχτερεύστε, και πλύντε τα πόδια σας· και αφού σηκωθείτε το πρωί, θα πάτε στον δρόμο σας. Κι εκείνοι είπαν: Όχι, αλλά θα διανυχτερεύσουμε στην πλατεία.
3. Και αφού τους βίασε πολύ, στράφηκαν σ' αυτόν, και μπήκαν μέσα στο σπίτι του· και τους έκανε συμπόσιο, και έψησε άζυμα, και έφαγαν.
4. Και πριν κοιμηθούν, οι άνδρες τής πόλης, οι άνδρες των Σοδόμων, περικύκλωσαν το σπίτι, νέοι και γέροντες, ολόκληρος ο λαός μαζί, από παντού·
5. και έκραζαν στον Λωτ, και του έλεγαν: Πού είναι οι άνδρες, εκείνοι που μπήκαν μέσα σε σένα τη νύχτα; Βγάλ' τους έξω σε μας, για να τους γνωρίσουμε.
6. Και ο Λωτ βγήκε σ' αυτούς στο πρόθυρο, και έκλεισε πίσω του την πόρτα,
7. και είπε: Μη, αδελφοί μου, μη πράξετε ένα τέτοιο κακό·
8. δέστε, έχω δύο θυγατέρες, που δεν γνώρισαν άνδρα· να σας τις φέρω, λοιπόν, έξω· και κάντε σ' αυτές, όπως σας φανεί αρεστό· μόνον σ' αυτούς τους άνδρες να μη πράξετε τίποτε, επειδή για τούτο μπήκαν κάτω από τη σκιά τής στέγης μου.
9. Κι εκείνοι είπαν: Φύγε από εκεί. Και είπαν ακόμα: Αυτός ήρθε για να παροικήσει· θέλει να γίνει και κριτής; Τώρα θα κακοποιήσουμε μάλλον εσένα παρά εκείνους. Και βίαζαν υπερβολικά τον άνθρωπο, τον Λωτ, και πλησίασαν για να σπάσουν την πόρτα.
10. Κι απλώνοντας οι άνδρες τα χέρια τους, τράβηξαν τον Λωτ κοντά τους στο σπίτι, και έκλεισαν την πόρτα·
11. και τους ανθρώπους, εκείνους που ήσαν στην πόρτα τού σπιτιού, τους χτύπησαν με αορασία από τον μικρό μέχρι τον μεγάλο, ώστε απέκαναν να ζητούν την πόρτα.
12. Και οι άνδρες είπαν στον Λωτ: Έχεις εδώ κάποιον άλλον; Γαμπρό ή γιους ή θυγατέρες ή οποιονδήποτε άλλον έχεις στην πόλη, να τους βγάλεις έξω από τον τόπο·
13. επειδή, εμείς καταστρέφουμε τούτο τον τόπο, για τον λόγο ότι η κραυγή τους μεγάλωσε μπροστά στον Κύριο· και μας έστειλε ο Κύριος για να τον καταστρέψουμε.
14. Βγήκε, λοιπόν, ο Λωτ και μίλησε στους γαμπρούς του, εκείνους που επρόκειτο να πάρουν τις θυγατέρες του, και είπε: Σηκωθείτε, βγείτε έξω από τούτο τον τόπο· επειδή, ο Κύριος καταστρέφει την πόλη. Αλλά, φάνηκε στους γαμπρούς του σαν αστεϊζόμενος.
15. Και όταν έγινε αυγή, οι άγγελοι βίαζαν τον Λωτ, λέγοντας: Σήκω, πάρε τη γυναίκα σου, και τις δύο θυγατέρες σου, που βρίσκονται εδώ, για να μη καταστραφείς κι εσύ μαζί με την ανομία τής πόλης.
16. Και επειδή καθυστερούσε, πιάνοντας οι άνδρες το χέρι του, και το χέρι τής γυναίκας του, και τα χέρια των δύο θυγατέρων του (επειδή, ο Κύριος τον σπλαχνίστηκε), τον έβγαλαν και τον πήγαν έξω από την πόλη.
17. Και όταν τους έβγαλαν έξω, ο Κύριος είπε: Διάσωσε τη ζωή σου· μη περιβλέψεις πίσω σου, και μη σταθείς σε ολόκληρη την περίχωρο· διάσωσε τον εαυτό σου στο βουνό, για να μη καταστραφείς.
18. Και ο Λωτ τούς είπε: Μη, παρακαλώ, Κύριε·
19. δες, ο δούλος σου βρήκε χάρη μπροστά σου, και μεγάλυνες το έλεός σου, που έκανες σε μένα, φυλάττοντας τη ζωή μου· αλλ' εγώ δεν θα μπορέσω να διασωθώ στο βουνό, μήπως με προφτάσει το κακό, και πεθάνω·
20. δες, παρακαλώ, η πόλη αυτή είναι κοντά, ώστε να καταφύγω εκεί, και είναι μικρή· εκεί, παρακαλώ, να διασωθώ· δεν είναι μικρή; Και θα ζήσει η ψυχή μου.
21. Και ο Κύριος είπε σ' αυτόν: Να, σε εισάκουσα και σε τούτο το πράγμα, να μη καταστρέψω την πόλη, για την οποία μίλησες·
22. βιάσου να διασωθείς εκεί· επειδή, δεν θα μπορέσω να κάνω τίποτε, μέχρις ότου φτάσεις εκεί· γι' αυτό, αποκάλεσε το όνομα της πόλης, Σηγώρ.
23. Ο ήλιος ανέτειλε επάνω στη γη, όταν ο Λωτ μπήκε στη Σηγώρ.
24. Και έβρεξε ο Κύριος επάνω στα Σόδομα και τα Γόμορρα θειάφι και φωτιά από τον Κύριο του ουρανού·
25. και κατέστρεψε αυτές τις πόλεις, και όλα τα περίχωρα, και όλους τους κατοίκους των πόλεων, και τα φυτά τής γης.
26. Αλλ' η γυναίκα του, πίσω απ' αυτόν, καθώς κοίταξε ολόγυρα, έγινε στήλη από αλάτι.
27. Και ο Αβραάμ, καθώς σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, ήρθε στον τόπο όπου είχε σταθεί μπροστά στον Κύριο·
28. και κοιτάζοντας επάνω στα Σόδομα και τα Γόμορρα, κι επάνω σε ολόκληρη τη γη τής περιχώρου, είδε, και να, καπνός ανέβαινε από τη γη, σαν καπνός από καμίνι.
29. Έτσι, λοιπόν, όταν ο Θεός κατέστρεψε τις πόλεις της περιχώρου, θυμήθηκε ο Θεός τον Αβραάμ, και εξαπέστειλε τον Λωτ από μέσα από την καταστροφή, όταν κατέστρεφε τις πόλεις, στις οποίες κατοικούσε ο Λωτ.
30. Και ο Λωτ ανέβηκε από τη Σηγώρ, και κατοίκησε στο βουνό, και μαζί του οι δύο θυγατέρες του, επειδή φοβήθηκε να κατοικήσει στη Σηγώρ· και κατοίκησε σε σπήλαιο, αυτός και οι δύο θυγατέρες του.
31. Και η μεγαλύτερη είπε στη νεότερη: Ο πατέρας μας είναι γέροντας, και άνθρωπος δεν υπάρχει επάνω στη γη για να μπει μέσα προς εμάς, σύμφωνα με τη συνήθεια ολόκληρης της γης·
32. έλα, ας ποτίσουμε τον πατέρα μας κρασί, και ας κοιμηθούμε μαζί του, και ας αναστήσουμε σπέρμα από τον πατέρα μας.
33. Πότισαν, λοιπόν, τον πατέρα τους κρασί κατά τη νύχτα εκείνη· και η μεγαλύτερη μπήκε μέσα, και κοιμήθηκε με τον πατέρα της· κι εκείνος δεν κατάλαβε ούτε πότε αυτή πλάγιασε, και πότε σηκώθηκε.
34. Και την επαύριο η μεγαλύτερη είπε στη νεότερη: Δες, εγώ κοιμήθηκα χθες τη νύχτα με τον πατέρα μας· ας τον ποτίσουμε κρασί και τούτη τη νύχτα, και μπαίνοντας μέσα εσύ, κοιμήσου μαζί του, και ας αναστήσουμε σπέρμα από τον πατέρα μας.
35. Πότισαν, λοιπόν, κι εκείνη τη νύχτα τον πατέρα τους κρασί, και αφού σηκώθηκε η νεότερη, κοιμήθηκε μαζί του· κι εκείνος δεν κατάλαβε ούτε πότε αυτή πλάγιασε, και πότε σηκώθηκε.
36. Και συνέλαβαν οι δύο θυγατέρες του Λωτ από τον πατέρα τους.
37. Και η μεγαλύτερη γέννησε γιο, και αποκάλεσε το όνομά του Μωάβ· αυτός είναι ο πατέρας των Μωαβιτών μέχρι σήμερα.
38. Αλλά και η νεότερη γέννησε γιο, και αποκάλεσε το όνομά του Βεν-αμμί· αυτός είναι ο πατέρας των Αμμωνιτών μέχρι σήμερα.


«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ - 20
Γένεσις 20
1. ΚΑΙ ο Αβραάμ κίνησε από εκεί προς τη γη που βρίσκεται προς τα μεσημβρινά, και κατοίκησε ανάμεσα στην Κάδης και στη Σουρ· και παροίκησε στα Γέραρα.
2. Και ο Αβραάμ είπε για τη γυναίκα του τη Σάρρα: Είναι αδελφή μου. Και ο Αβιμέλεχ, ο βασιλιάς των Γεράρων, έστειλε και πήρε τη Σάρρα.
3. Και ο Θεός ήρθε στον Αβιμέλεχ σε όνειρο τη νύχτα, και του είπε: Δες, εσύ πεθαίνεις εξαιτίας τής γυναίκας που πήρες· επειδή, είναι παντρεμένη με άνδρα.
4. Και ο Αβιμέλεχ δεν είχε πλησιάσει σ' αυτή· και είπε: Κύριε, θα θανάτωνες ένα έθνος, ακόμα και έναν δίκαιο;
5. Αυτός δεν μου είπε: Είναι αδελφή μου; Κι αυτή πάλι, αυτή είπε: Είναι αδελφός μου. Με ευθύτητα της καρδιάς μου, και με καθαρότητα των χεριών μου το έπραξα αυτό.
6. Και ο Θεός είπε σ' αυτόν σε όνειρο: Κι εγώ γνώρισα ότι με ευθύτητα της καρδιάς σου το έπραξες· γι' αυτό κι εγώ σε εμπόδισα από το να αμαρτήσεις σε μένα· γι' αυτό, δεν σε άφησα να την αγγίξεις·
7. τώρα, λοιπόν, απόδωσε τη γυναίκα στον άνθρωπο, επειδή είναι προφήτης· και θα προσευχηθεί για σένα, και θα ζήσεις· αλλά, αν δεν την αποδώσεις, να ξέρεις ότι εξάπαντος θα πεθάνεις, εσύ, και όλα όσα έχεις.
8. Και ο Αβιμέλεχ σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, κάλεσε όλους τους δούλους του και μίλησε όλα αυτά τα λόγια σε επήκοό τους· και οι άνθρωποι φοβήθηκαν υπερβολικά.
9. Και ο Αβιμέλεχ κάλεσε τον Αβραάμ και του είπε: Τι μας έκανες; Και ποιο αμάρτημα έκανα σε σένα, ώστε να φέρεις επάνω μου, κι επάνω στο βασίλειό μου, μια μεγάλη αμαρτία; Έκανες σε μένα ένα πράγμα, το οποίο δεν έπρεπε να γίνει.
10. Και ο Αβιμέλεχ είπε στον Αβραάμ: Τι είδες, ώστε να κάνεις αυτό το πράγμα;
11. Και ο Αβραάμ είπε: Επειδή, εγώ είπα: Βέβαια, δεν υπάρχει φόβος Θεού σε τούτο τον τόπο· και θα με θανατώσουν εξαιτίας της γυναίκας μου·
12. κι όμως, στ' αλήθεια είναι αδελφή μου, θυγατέρα του πατέρα μου, αλλ' όχι θυγατέρα τής μητέρας μου· και έγινε γυναίκα μου·
13. και όταν ο Θεός με έκανε να βγω έξω από την οικογένεια του πατέρα μου, της είπα: Αυτή τη χάρη θα κάνεις σε μένα· σε κάθε τόπο, όπου αν πάμε, να λες για μένα: Αυτός είναι αδελφός μου.
14. Και ο Αβιμέλεχ πήρε πρόβατα, και βόδια, και δούλους, και δούλες, και τα έδωσε στον Αβραάμ, και απέδωσε σ' αυτόν τη γυναίκα του τη Σάρρα.
15. Και ο Αβιμέλεχ είπε: Δες, η γη μου μπροστά σου· κατοίκησε όπου σου αρέσει·
16. και στη Σάρρα είπε: Δες, έδωσα 1.000 αργύρια στον αδελφό σου· να, αυτός είναι σε σένα σκέπη των ματιών σου σε όλους όσους είναι μαζί σου και σε όλους τους άλλους. Έτσι επιπλήχθηκε αυτή.
17. Και ο Αβραάμ προσευχήθηκε στον Θεό· και ο Θεός θεράπευσε τον Αβιμέλεχ, και τη γυναίκα του, και τις θεράπαινές του, και τεκνοποίησαν.
18. Επειδή, 0ο Κύριος είχε κλείσει ολοκληρωτικά κάθε μήτρα στο σπίτι τού Αβιμέλεχ, εξαιτίας της Σάρρας, της γυναίκας τού Αβραάμ.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ - 21
Γένεσις 21
1. ΚΑΙ ο Κύριος επισκέφθηκε τη Σάρρα, καθώς είχε πει· και ο Κύριος έκανε στη Σάρρα καθώς είχε μιλήσει.
2. Και η Σάρρα συνέλαβε, και γέννησε στον Αβραάμ έναν γιο στα γηρατειά του· κατά την εποχή, που του είχε πει ο Θεός.
3. Και ο Αβραάμ αποκάλεσε το όνομα αυτού του γιου, που γεννήθηκε σ' αυτόν, τον οποίο η Σάρρα γέννησε σ' αυτόν, Ισαάκ.
4. Και ο Αβραάμ έκανε περιτομή στον γιο του τον Ισαάκ την όγδοη ημέρα, καθώς τον είχε προστάξει ο Θεός.
5. Και ο Αβραάμ ήταν 100 χρόνων, όταν γεννήθηκε σ' αυτόν ο γιος του ο Ισαάκ.
6. Και η Σάρρα είπε: Ο Θεός με έκανε να γελάω· όποιος ακούσει, θα γελάει μαζί μου.
7. Και είπε: Ποιος θα έλεγε στον Αβραάμ, ότι η Σάρρα θα θήλαζε παιδιά; Επειδή, γέννησα γιο στα γηρατειά μου.
8. Και το παιδί μεγάλωσε, και απογαλακτίστηκε· και ο Αβραάμ έκανε μεγάλο συμπόσιο, την ημέρα που απογαλακτίστηκε ο Ισαάκ.
9. Και η Σάρρα είδε τον γιο τής Άγαρ τής Αιγύπτιας, που γέννησε στον Αβραάμ, να περιγελάει τον Ισαάκ.
10. Και είπε στον Αβραάμ: Διώξε αυτή τη δούλη και τον γιο της· επειδή, δεν θα κληρονομήσει ο γιος αυτής της δούλης μαζί με τον γιο μου, τον Ισαάκ.
11. Και το πράγμα φάνηκε υπερβολικά σκληρό στα μάτια τού Αβραάμ, για τον γιο του.
12. Και ο Θεός είπε στον Αβραάμ: Ας μη φανεί σκληρό στα μάτια σου για το παιδί, και για τη δούλη σου· σε όλα όσα σου πει η Σάρρα, να ακούσεις τα λόγια της· επειδή, στον Ισαάκ θα κληθεί σπέρμα σε σένα·
13. και τον γιο τής δούλης θα τον καταστήσω έθνος· επειδή, είναι σπέρμα σου.
14. Και αφού ο Αβραάμ σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, πήρε ψωμιά, και ένα ασκί με νερό, και τα έδωσε στην Άγαρ, βάζοντάς τα επάνω στον ώμο της· και το παιδί, και την έδιωξε. Κι εκείνη, καθώς αναχώρησε, περιπλανιόταν στην έρημο Βηρ-σαβεέ.
15. Και αφού τέλειωσε το νερό από το ασκί, έρριξε το παιδί κάτω από έναν θάμνο·
16. και αφού ήρθε κάθησε απέναντι, σε απόσταση μέχρι βολής ενός τόξου· επειδή, είπε: Να μη δω τον θάνατο του παιδιού. Και κάθησε απέναντι και ύψωσε τη φωνή της, και έκλαψε.
17. Και ο Θεός εισάκουσε τη φωνή τού παιδιού· και ένας άγγελος του Θεού φώναξε από τον ουρανό στην Άγαρ, και της είπε: Τι έχεις, Άγαρ; Μη φοβάσαι· επειδή, ο Θεός άκουσε τη φωνή τού παιδιού από τον τόπο όπου βρίσκεται·
18. σήκω, πάρε το παιδί, και κράτα το με το χέρι σου· επειδή, θα το καταστήσω μεγάλο έθνος.
19. Και ο Θεός άνοιξε τα μάτια της, και σαν είδε ένα πηγάδι με νερό, πήγε και γέμισε το ασκί με νερό, και πότισε το παιδί.
20. Και ο Θεός ήταν μαζί με το παιδί, και μεγάλωσε, και κατοίκησε στην έρημο και έγινε τοξότης.
21. Και κατοίκησε στην έρημο Φαράν· και η μητέρα του πήρε σ' αυτόν μία γυναίκα από τη γη τής Αιγύπτου.
22. ΚΑΙ κατά τον καιρό εκείνο ο Αβιμέλεχ, μαζί με τον Φιχόλ, τον αρχιστράτηγο της δύναμής του, είπε στον Αβραάμ, λέγοντας: Ο Θεός είναι μαζί σου σε όλα όσα κάνεις·
23. τώρα, λοιπόν, να μου ορκιστείς στον Θεό, εδώ, ότι δεν θα φανείς ψεύτης σε μένα ούτε στον γιο μου ούτε στα εγγόνια μου· αλλά, σύμφωνα με το έλεος που έκανα σε σένα θα κάνεις κι εσύ σε μένα, και στη γη όπου παροίκησες.
24. Και ο Αβραάμ είπε: Εγώ θα ορκιστώ.
25. Και ο Αβραάμ έλεγξε τον Αβιμέλεχ για το πηγάδι τού νερού, που άρπαξαν οι δούλοι τού Αβιμέλεχ.
26. Και ο Αβιμέλεχ είπε: Δεν ξέρω ποιος έκανε αυτό το πράγμα· ούτε κι εσύ μου το φανέρωσες και ούτε εγώ άκουσα γι' αυτό, παρά σήμερα.
27. Και ο Αβραάμ παίρνοντας πρόβατα, και βόδια, έδωσε στον Αβιμέλεχ· και έκαναν και οι δύο συνθήκη.
28. Και ο Αβραάμ έβαλε κατά μέρος επτά θηλυκά αρνιά τού ποιμνίου.
29. Και ο Αβιμέλεχ είπε στον Αβραάμ: Τι είναι τούτα τα επτά θηλυκά αρνιά, που έβαλες κατά μέρος;
30. Κι εκείνος είπε: Ότι αυτά τα επτά θηλυκά αρνιά θα πάρεις από το χέρι μου, για να είναι σε μένα ως μαρτυρία ότι εγώ έσκαψα αυτό το πηγάδι.
31. Γι' αυτό, ονόμασε εκείνο τον τόπο Βηρ-σαβεέ· επειδή, εκεί ορκίστηκαν και οι δύο.
32. Και έκαναν συνθήκη στη Βηρ-σαβεέ. Και σηκώθηκε ο Αβιμέλεχ, και ο Φιχόλ, ο αρχιστράτηγος της δύναμής του, και επέστρεψαν στη γη των Φιλισταίων.
33. Και ο Αβραάμ φύτεψε έναν δρυμό στη Βηρ-σαβεέ· και επικαλέστηκε εκεί το όνομα του Κυρίου, του αιώνιου Θεού.
34. Και ο Αβραάμ παροίκησε στη γη των Φιλισταίων πολλές ημέρες.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ - 22
Γένεσις 22
1. ΚΑΙ ύστερα από τα πράγματα αυτά, ο Θεός δοκίμασε τον Αβραάμ, και του είπε: Αβραάμ· κι εκείνος είπε: Εδώ είμαι.
2. Και είπε: Πάρε τώρα τον γιο σου τον μονογενή, που αγάπησες, τον Ισαάκ, και πήγαινε στον τόπο Μοριά, και πρόσφερέ τον εκεί σε ολοκαύτωμα επάνω σε ένα από τα βουνά, που θα σου πω.
3. Και αφού ο Αβραάμ σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, σαμάρωσε το γαϊδούρι του, και πήρε μαζί του δύο από τους δούλους του, και τον γιο του τον Ισαάκ· και αφού έσχισε ξύλα για την ολοκαύτωση, σηκώθηκε, και πήγε στον τόπο που του είπε ο Θεός.
4. Και την τρίτη ημέρα, υψώνοντας τα μάτια του ο Αβραάμ, είδε τον τόπο από μακριά.
5. Και ο Αβραάμ είπε στους δούλους του: Εσείς καθήστε αυτού μαζί με το γαϊδούρι· εγώ δε και το παιδάκι θα πάμε μέχρις εκεί· και όταν προσκυνήσουμε, θα επιστρέψουμε σε σας.
6. Και αφού ο Αβραάμ πήρε τα ξύλα της ολοκαύτωσης, τα έβαλε επάνω στον Ισαάκ τον γιο του· και πήρε στο χέρι του φωτιά, και τη μάχαιρα, και πήγαιναν και οι δύο μαζί.
7. Τότε, ο Ισαάκ μίλησε στον Αβραάμ τον πατέρα του, και είπε: Πατέρα μου. Κι εκείνος είπε: Εδώ είμαι, παιδί μου. Και ο Ισαάκ είπε: Να η φωτιά και τα ξύλα· αλλά, πού είναι το πρόβατο για την ολοκαύτωση;
8. Και ο Αβραάμ είπε: Ο Θεός, παιδί μου, θα προβλέψει για τον εαυτό του το πρόβατο για την ολοκαύτωση. Και πορεύονταν οι δύο μαζί.
9. Και αφού έφτασαν στον τόπο, που του είχε πει ο Θεός, ο Αβραάμ οικοδόμησε εκεί το θυσιαστήριο, και τακτοποίησε τα ξύλα, και αφού έδεσε τον Ισαάκ τον γιο του, τον έβαλε επάνω στο θυσιαστήριο, επάνω στα ξύλα·
10. κι απλώνοντας ο Αβραάμ το χέρι του, πήρε τη μάχαιρα για να σφάξει τον γιο του.
11. Και ο άγγελος του Κυρίου τού φώναξε από τον ουρανό, και είπε: Αβραάμ, Αβραάμ. Κι εκείνος είπε: Εδώ είμαι.
12. Και είπε: Μη επιβάλεις το χέρι σου επάνω στο παιδάκι, και μη του κάνεις τίποτε· επειδή, τώρα γνώρισα ότι εσύ φοβάσαι τον Θεό, δεδομένου ότι δεν λυπήθηκες τον γιο σου τον μονογενή για μένα.
13. Και υψώνοντας ο Αβραάμ τα μάτια του, είδε· και να, πίσω του ήταν ένα κριάρι, που κρατιόταν από τα κέρατά του σε ένα πυκνόκλαδο φυτό· και αφού ήρθε ο Αβραάμ, πήρε το κριάρι, και το πρόσφερε σε ολοκαύτωμα, αντί του δικού του γιου.
14. Και ο Αβραάμ αποκάλεσε το όνομα εκείνου του τόπου Ιεοβά-ιρέ· όπως λέγεται και σήμερα: Στο βουνό αυτό θα εμφανιστεί ο Κύριος.
15. Και ο άγγελος του Κυρίου φώναξε μια δεύτερη φορά στον Αβραάμ από τον ουρανό.
16. Και είπε: Ορκίστηκα στον εαυτό μου, λέει ο Κύριος, ότι, επειδή έπραξες αυτό το πράγμα, και δεν λυπήθηκες τον γιο σου, τον μονογενή σου,
17. ότι εξάπαντος θα σε ευλογήσω, και εξάπαντος θα πληθύνω το σπέρμα σου σαν τα αστέρια τού ουρανού, και σαν την άμμο που είναι κοντά στο χείλος τής θάλασσας· και το σπέρμα σου θα κυριεύσει τις πύλες των εχθρών σου·
18. και διαμέσου του σπέρματός σου θα ευλογηθούν όλα τα έθνη τής γης, επειδή υπάκουσες στη φωνή μου.
19. Και ο Αβραάμ επέστρεψε στους δούλους του· και αφού σηκώθηκαν, πήγαν μαζί στη Βηρ-σαβεέ· και ο Αβραάμ κατοίκησε στη Βηρ-σαβεέ.
20. ΚΑΙ ύστερα από τα πράγματα αυτά, ανήγγειλαν στον Αβραάμ, λέγοντας: Δες, η Μελχά γέννησε κι αυτή γιους στον Ναχώρ τον αδελφό σου·
21. τον πρωτότοκό του τον Ουζ και τον αδελφό του τον Βουζ, και τον Κεμουήλ τον πατέρα τού Αράμ,
22. και τον Κεσέδ, και τον Αζαύ, και τον Φαλδές, και τον Ιελδάφ, και τον Βαθουήλ.
23. Και ο Βαθουήλ γέννησε τη Ρεβέκκα· αυτούς τους οκτώ γέννησε η Μελχά στον Ναχώρ τον αδελφό τού Αβραάμ.
24. Και η παλλακή του, η ονομαζόμενη Ρευμά, γέννησε κι αυτή τον Ταβέκ, και τον Γαάμ, και τον Ταχάς, και τον Μααχά.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΓΕΝΕΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ - 23
Γένεσις 23
1. ΚΑΙ η Σάρρα έζησε 127 χρόνια· αυτά είναι τα χρόνια τής ζωής τής Σάρρας.
2. Και η Σάρρα πέθανε στην Κιριάθ-αρβά· αυτή είναι η Χεβρών στη γη Χαναάν· και ο Αβραάμ ήρθε για να κλάψει τη Σάρρα, και να την πενθήσει.
3. Και αφού ο Αβραάμ σηκώθηκε μπροστά από τον νεκρό του, μίλησε στους γιους τού Χετ, λέγοντας:
4. Εγώ είμαι ξένος και πάροικος, μεταξύ σας· δώστε μου ένα κτήμα τάφου ανάμεσά σας, για να θάψω τον νεκρό μου από μπροστά μου.
5. Και οι γιοι τού Χετ αποκρίθηκαν στον Αβραάμ, λέγοντάς του:
6. Άκουσέ μας, κύριέ μου· εσύ είσαι μεταξύ μας ηγεμόνας από τον Θεό· θάψε τον νεκρό σου στο εκλεκτότερο από τα μνήματά μας· κανένας από μας δεν θα σου αρνηθεί το μνήμα του, για να θάψεις τον νεκρό σου.
7. Τότε, αφού ο Αβραάμ σηκώθηκε, προσκύνησε προς τον λαό τού τόπου, προς τους γιους τού Χετ·
8. και μίλησε σ' αυτούς, λέγοντας: Αν ευαρεστείται η ψυχή σας να θάψω τον νεκρό μου από μπροστά μου, ακούστε με, και μεσιτεύστε για μένα στον Εφρών, τον γιο τού Σωάρ,
9. και ας μου δώσει το σπήλαιό του, Μαχπελάχ, εκείνο στην άκρη τού χωραφιού του· ας μου το δώσει σε πλήρη τιμή, για κτήμα τάφου ανάμεσά σας.
10. Και ο Εφρών καθόταν ανάμεσα στους γιους τού Χετ· και ο Εφρών, ο Χετταίος, αποκρίθηκε στον Αβραάμ σε επήκοο των γιων τού Χετ, όλων εκείνων που έμπαιναν στην πύλη τής πόλης του, λέγοντας:
11. Όχι, κύριέ μου, άκουσέ με· σου δίνω το χωράφι, σου δίνω και το σπήλαιο, που είναι μέσα στο χωράφι, παρουσία των γιων τού λαού μου τα δίνω σε σένα· θάψε τον νεκρό σου.
12. Και ο Αβραάμ προσκύνησε μπροστά στον λαό τού τόπου·
13. και είπε στον Εφρών σε επήκοο του λαού τού τόπου, λέγοντας: Αν εσύ θέλεις, άκουσέ με, παρακαλώ· θα σου δώσω το ασήμι για το χωράφι· πάρ' το από μένα, και θα θάψω τον νεκρό μου εκεί.
14. Και ο Εφρών αποκρίθηκε στον Αβραάμ, λέγοντάς του:
15. Άκουσέ με, κύριέ μου: Γη για 400 σίκλους ασήμι, τι είναι ανάμεσα σε μένα και σε σένα; Θάψε, λοιπόν, τον νεκρό σου.
16. Και ο Αβραάμ άκουσε τον Εφρών· και ο Αβραάμ ζύγισε στον Εφρών το ασήμι, που είπε σε επήκοο των γιων τού Χετ, 400 σίκλους ασήμι, δεκτό ανάμεσα σε εμπόρους.
17. Και το χωράφι τού Εφρών, που ήταν στη Μαχπελάχ, μπροστά στη Μαμβρή, το χωράφι και το σπήλαιο που βρισκόταν σ' αυτό, και όλα τα δέντρα που ήσαν στο χωράφι και σε όλα τα όρια ολόγυρα, ασφαλίστηκαν
18. στον Αβραάμ για κτήμα, μπροστά στους γιους τού Χετ, μπροστά σε όλους εκείνους που έμπαιναν στην πύλη τής πόλης του.
19. Και ύστερα απ' αυτά, ο Αβραάμ έθαψε τη γυναίκα του τη Σάρρα στο σπήλαιο του χωραφιού Μαχπελάχ, μπροστά στη Μαμβρή· αυτή είναι η Χεβρών στη γη Χαναάν.
20. Και το χωράφι, και το σπήλαιο που υπήρχε σ' αυτό, ασφαλίστηκαν στον Αβραάμ για κτήμα τάφου από τους γιους τού Χετ.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»
ΓΕΝΕΣΗ  ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ - 24
Γένεσις 24
1. ΚΑΙ ο Αβραάμ ήταν γέροντας, προχωρημένος στην ηλικία· και ο Κύριος ευλόγησε τον Αβραάμ σε όλα.
2. Και ο Αβραάμ είπε στον δούλο του, τον γεροντότερο του σπιτιού του, τον επιστάτη σε όλα τα υπάρχοντά του: Βάλε, παρακαλώ, το χέρι σου κάτω από τον μηρό μου·
3. και θα σε ορκίσω στον Κύριο, τον Θεό τού ουρανού και τον Θεό τής γης, ότι δεν θα πάρεις στον γιο μου γυναίκα από τις θυγατέρες των Χαναναίων, ανάμεσα στις οποίες εγώ κατοικώ·
4. αλλά, στον τόπο μου, και στη συγγένειά μου θα πας, και θα πάρεις γυναίκα στον γιο μου τον Ισαάκ.
5. Και ο δούλος τού είπε: Ίσως η γυναίκα δεν θελήσει να με ακολουθήσει σε τούτη τη γη· πρέπει να φέρω τον γιο σου στη γη από την οποία βγήκες;
6. Και ο Αβραάμ τού είπε: Πρόσεχε, μη φέρεις τον γιο μου εκεί·
7. ο Κύριος ο Θεός τού ουρανού, που με πήρε από την οικογένεια του πατέρα μου, και από τη γη τής γέννησής μου, και μίλησε σε μένα, και ορκίστηκε σε μένα, λέγοντας: Στο σπέρμα σου θα δώσω τούτη τη γη, αυτός θα αποστείλει τον άγγελό του μπροστά σου· και θα πάρεις γυναίκα στον γιο μου από εκεί·
8. και αν η γυναίκα δεν θέλει να σε ακολουθήσει, τότε θα είσαι ελεύθερος από τον όρκο μου αυτόν· μόνον, μη φέρεις τον γιο μου εκεί.
9. Και ο δούλος έβαλε το χέρι του κάτω από τον μηρό τού Αβραάμ τού κυρίου του, και ορκίστηκε σ' αυτόν για τούτο το πράγμα.
10. Και ο δούλος πήρε δέκα καμήλες από τις καμήλες τού κυρίου του, και αναχώρησε, φέρνοντας μαζί του από όλα τα αγαθά τού κυρίου του· και αφού σηκώθηκε, πήγε στη Μεσοποταμία, στην πόλη τού Ναχώρ.
11. Και γονάτισε τις καμήλες έξω από την πόλη κοντά στο πηγάδι του νερού, προς το δειλινό, όταν βγαίνουν οι γυναίκες για να αντλήσουν νερό.
12. Και είπε: Κύριε Θεέ τού κυρίου μου, του Αβραάμ, δώσε μου, παρακαλώ, σήμερα ένα καλό συνάντημα, και κάνε έλεος στον κύριό μου, τον Αβραάμ·
13. δες, εγώ στέκομαι κοντά στην πηγή τού νερού· και οι θυγατέρες των κατοίκων τής πόλης βγαίνουν για να αντλήσουν νερό·
14. και η κόρη στην οποία θα πω: Γύρε τη στάμνα σου, παρακαλώ, για να πιω, κι αυτή θα πει: Πιες, και θα ποτίσω και τις καμήλες σου, αυτή ας είναι εκείνη, την οποία ετοίμασες στον δούλο σου τον Ισαάκ· και απ' αυτό θα γνωρίσω ότι έκανες έλεος στον κύριό μου.
15. Και πριν αυτός σταματήσει να μιλάει, να, έβγαινε η Ρεβέκκα, που γεννήθηκε στον Βαθουήλ, τον γιο τής Μελχάς, της γυναίκας τού Ναχώρ, αδελφού τού Αβραάμ, έχοντας τη στάμνα της επάνω στον ώμο της.
16. Και η κόρη ήταν υπερβολικά ωραία στην όψη, παρθένα, και άνδρας δεν την είχε γνωρίσει· αφού, λοιπόν, κατέβηκε στην πηγή, γέμισε τη στάμνα της, κι ανέβαινε.
17. Και τρέχοντας ο δούλος σε συνάντησή της, είπε: Πότισέ με, παρακαλώ, λίγο νερό από τη στάμνα σου.
18. Κι εκείνη είπε: Πιες, κύριέ μου· και έσπευσε και κατέβασε τη στάμνα της επάνω στον βραχίονά της, και τον πότισε.
19. Και αφού έπαυσε να τον ποτίζει, είπε: Και για τις καμήλες σου θα αντλήσω, μέχρις ότου πιουν όλες.
20. Κι αμέσως άδειασε τη στάμνα της στην ποτίστρα, και έτρεξε ακόμα στο πηγάδι για να αντλήσει, και άντλησε για όλες τις καμήλες του.
21. Και ο άνθρωπος, ενώ θαύμαζε γι' αυτή, σιωπούσε, για να γνωρίσει αν ο Κύριος κατευόδωσε τον δρόμο του ή όχι.
22. Και αφού έπαυσαν οι καμήλες να πίνουν, ο άνθρωπος πήρε χρυσά σκουλαρίκια βάρους μισού σίκλου, και δύο βραχιόλια για τα χέρια της, βάρους δέκα σίκλων χρυσάφι·
23. και είπε: Τίνος θυγατέρα είσαι εσύ; Πες μου, παρακαλώ· στο σπίτι τού πατέρα σου είναι τόπος για μας, για κατάλυμα;
24. Κι εκείνη τού είπε: Είμαι θυγατέρα τού Βαθουήλ, του γιου τής Μελχάς, που γέννησε στον Ναχώρ.
25. Του είπε ακόμα: Υπάρχουν σε μας και άχυρα, και πολλή τροφή, και τόπος για κατάλυμα.
26. Τότε ο άνθρωπος έκλινε και προσκύνησε τον Κύριο·
27. και είπε: Ευλογητός ο Κύριος ο Θεός τού κυρίου μου, του Αβραάμ, ο οποίος δεν εγκατέλειψε το έλεός του και την αλήθεια του από τον κύριό μου· ο Κύριος με κατευόδωσε στην οικογένεια των αδελφών τού κυρίου μου.
28. Και αφού η κόρη έτρεξε, ανήγγειλε στην οικογένεια της μητέρας της αυτά τα πράγματα.
29. Και η Ρεβέκκα είχε έναν αδελφό, που ονομαζόταν Λάβαν· και ο Λάβαν έτρεξε στον άνθρωπο έξω στην πηγή,
30. και καθώς είδε τα σκουλαρίκια, και τα βραχιόλια στα χέρια τής αδελφής του, και καθώς άκουσε τα λόγια τής Ρεβέκκας, της αδελφής του, να λέει: Έτσι μου μίλησε ο άνθρωπος, ήρθε στον άνθρωπο· και να, στεκόταν κοντά στις καμήλες δίπλα στην πηγή.
31. Και είπε: Έλα μέσα, ευλογημένε τού Κυρίου· γιατί στέκεσαι έξω; Επειδή, εγώ ετοίμασα το σπίτι, και τόπο για τις καμήλες.
32. Και ο άνθρωπος μπήκε στο σπίτι, κι εκείνος ξεφόρτωσε τις καμήλες, και έδωσε άχυρα και τροφή στις καμήλες, και νερό για νίψιμο των ποδιών του, και των ποδιών των ανθρώπων εκείνων που ήσαν μαζί του.
33. Και μπροστά του παρατέθηκε φαγητό· αυτός, όμως, είπε: Δεν θα φάω μέχρις ότου μιλήσω τον λόγο μου. Κι εκείνος είπε: Μίλησε.
34. Και είπε: Εγώ είμαι δούλος τού Αβραάμ.
35. Και ο Κύριος ευλόγησε τον κύριό μου υπερβολικά, και έγινε μεγάλος· και έδωσε σ' αυτόν πρόβατα, και βόδια, και ασήμι, και χρυσάφι, και δούλους, και δούλες, και καμήλες, και γαϊδούρια.
36. Και η Σάρρα, η γυναίκα τού κυρίου μου, γέννησε έναν γιο στον κύριό μου, αφού γέρασε· και έδωσε σ' αυτόν όλα όσα έχει.
37. Και ο κύριός μου με όρκισε, λέγοντας: Δεν θα πάρεις γυναίκα στον γιο μου από τις θυγατέρες των Χαναναίων, στη γη των οποίων εγώ κατοικώ·
38. αλλά θα πας στην οικογένεια του πατέρα μου, και στη συγγένειά μου, και θα πάρεις γυναίκα στον γιο μου.
39. Και είπα στον κύριό μου: Ίσως δεν θελήσει η γυναίκα να με ακολουθήσει.
40. Κι εκείνος μού είπε: Ο Κύριος, μπροστά στον οποίο περπάτησα, θα αποστείλει τον άγγελό του μαζί σου, και θα κατευοδώσει τον δρόμο σου και θα πάρεις γυναίκα στον γιο μου από τη συγγένειά μου, και από την οικογένεια του πατέρα μου·
41. τότε θα είσαι ελεύθερος από τον ορκισμό μου· όταν πας στη συγγένειά μου, και δεν δώσουν σε σένα, τότε θα είσαι ελεύθερος από τον ορκισμό μου.
42. Και καθώς ήρθα σήμερα στην πηγή, είπα: Κύριε, ο Θεός τού κυρίου μου Αβραάμ, κατευόδωσε, παρακαλώ, τον δρόμο μου, στον οποίο εγώ πηγαίνω·
43. δες, εγώ στέκομαι κοντά στην πηγή τού νερού· και η κόρη η οποία βγαίνει για να αντλήσει, και στην οποία θα πω: Πότισέ με, παρακαλώ, λίγο νερό από τη στάμνα σου,
44. κι αυτή μου πει: Κι εσύ πιες, και για τις καμήλες σου ακόμα θα αντλήσω, αυτή ας είναι η γυναίκα, που ετοίμασε ο Κύριος για τον γιο τού κυρίου μου.
45. Και πριν πάψω να μιλάω μέσα στην καρδιά μου, να, η Ρεβέκκα έβγαινε, κρατώντας τη στάμνα της επάνω στον ώμο της· και κατέβηκε στην πηγή, και άντλησε· και της είπα: Πότισέ με, παρακαλώ.
46. Κι εκείνη έσπευσε και κατέβασε τη στάμνα της από επάνω της, και είπε: Πιες, και θα ποτίσω και τις καμήλες σου· ήπια, λοιπόν, και πότισε και τις καμήλες.
47. Και τη ρώτησα, και είπα: Τίνος θυγατέρα είσαι; Κι εκείνη είπε: Θυγατέρα τού Βαθουήλ, γιου τού Ναχώρ, που γέννησε σ' αυτόν η Μελχά· και έβαλα τα σκουλαρίκια στο πρόσωπό της, και τα βραχιόλια στα χέρια της.
48. Και αφού έκλινα, προσκύνησα τον Κύριο· και ευλόγησα τον Κύριο τον Θεό τού κυρίου μου Αβραάμ, που με κατευόδωσε στον αληθινό δρόμο, για να πάρω τη θυγατέρα τού αδελφού τού κυρίου μου στον γιο του.
49. Τώρα, λοιπόν, αν θέλετε να κάνετε έλεος και αλήθεια στον κύριό μου, πείτε μου· ειδεμή, πείτε μου, για να στραφώ δεξιά ή αριστερά.
50. Και αφού αποκρίθηκαν ο Λάβαν και ο Βαθουήλ, είπαν: Από τον Κύριο βγήκε το πράγμα· εμείς δεν μπορούμε να σου πούμε κακό ή καλό·
51. να, η Ρεβέκκα είναι μπροστά σου· πάρ' την και πήγαινε· και ας είναι γυναίκα τού γιου τού κυρίου σου, καθώς μίλησε ο Κύριος.
52. Και όταν ο δούλος τού Αβραάμ άκουσε τα λόγια τους, προσκύνησε μέχρις εδάφους τον Κύριο.
53. Και ο δούλος βγάζοντας ασημένια σκεύη και χρυσά σκεύη, και ενδύματα, έδωσε στη Ρεβέκκα· έδωσε ακόμα δώρα στον αδελφό της, και στη μητέρα της.
54. Και έφαγαν και ήπιαν, αυτός, και οι άνθρωποι που ήσαν μαζί του, και διανυχτέρευσαν· και αφού σηκώθηκαν το πρωί, είπε: Εξαποστείλτε με στον κύριό μου.
55. Και ο αδελφός της και η μητέρα της είπαν: Ας μείνει η κόρη μαζί μας μερικές ημέρες, τουλάχιστον δέκα· έπειτα θα φύγει.
56. Και τους είπε: Μη με κρατάτε, επειδή, ο Κύριος κατευόδωσε τον δρόμο μου· εξαποστείλτε με να πάω στον κύριό μου.
57. Κι εκείνοι είπαν: Ας καλέσουμε την κόρη, και ας ρωτήσουμε τη γνώμη της.
58. Και κάλεσαν τη Ρεβέκκα, και της είπαν: Πηγαίνεις με τούτο τον άνθρωπο; Κι εκείνη είπε: Πηγαίνω.
59. Και εξαπέστειλαν τη Ρεβέκκα, την αδελφή τους, και την τροφό της, και τον δούλο τού Αβραάμ, και τους ανθρώπους του.
60. Και ευλόγησαν τη Ρεβέκκα, και της είπαν: Αδελφή μας είσαι, είθε να γίνεις σε χιλιάδες μυριάδων, και το σπέρμα σου να εξουσιάσει τις πύλες των εχθρών του!
61. Και η Ρεβέκκα σηκώθηκε, και οι υπηρέτριές της, και κάθησαν επάνω στις καμήλες, και ακολούθησαν τον άνθρωπο· και ο δούλος πήρε τη Ρεβέκκα, και αναχώρησε.
62. Και ο Ισαάκ επέστρεφε από το πηγάδι Λαχαϊ-ροϊ· επειδή, κατοικούσε στη γη τής μεσημβρίας.
63. Και ο Ισαάκ βγήκε να προσευχηθεί στην πεδιάδα κατά το δειλινό· και καθώς ύψωσε τα μάτια του, είδε, και να, έρχονταν καμήλες.
64. Και καθώς η Ρεβέκκα ύψωσε τα μάτια της, είδε τον Ισαάκ, και πήδηξε από την καμήλα.
65. Επειδή, είχε πει στον δούλο: Ποιος είναι ο άνθρωπος εκείνος που έρχεται μέσα από την πεδιάδα σε συνάντησή μας; Και ο δούλος είχε πει: Είναι ο κύριός μου. Κι αυτή, παίρνοντας την καλύπτρα, σκεπάστηκε.
66. Και διηγήθηκε ο δούλος στον Ισαάκ όλα όσα είχε πράξει.
67. Και ο Ισαάκ την έφερε στη σκηνή τής μητέρας του, της Σάρρας· και πήρε τη Ρεβέκκα, και έγινε γυναίκα του, και την αγάπησε· και παρηγορήθηκε ο Ισαάκ για τη μητέρα του.
«»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»»